ΩΡΑ...

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής 1744 - 1822 (7)

H AΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ: Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ
Στις αρχές του έτους 1820 το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη έγινε βαρύ για τον Ηγεμόνα των Ιωαννίνων. Όλοι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι είχαν πια συνασπιστεί εναντίον του -ίσως γιατί σταμάτησε να τους στέλνει «μπαξίσια»- και πίεζαν το σουλτάνο να λάβει μέτρα περιορισμού της εξουσίας του. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη κατακλυζόταν από επιστολές κατευθυνόμενες από τους αντιπάλους του που τον παρουσίαζαν σαν τον μεγαλύτερο εχθρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αντάρτη. Ο Σουλτάνος αναθέτει στον Μεγάλο Βεζίρη Χαλέντ - Εφέντη, μέχρι πρότινος προστάτη του Πασά των Ιωαννίνων, να του υποβάλλει λεπτομερή αναφορά για τη συμπεριφορά του.
Η «έκθεση» είναι καταπέλτης σε βάρος του Τεπελενλή. Η αφορμή δόθηκε όταν, την 1η Μαρτίου 1820, δύο πληρωμένοι δολοφόνοι του Τεπελενλή επροσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να σκοτώσουν τον Ισμαήλ Πασόμπεη στο σπίτι του, δίπλα στην Αγία Σοφία. Ο Ισμαήλ ήταν ο Τουρκογιαννιώτης που αποκάλυψε στον φίλο του Βελή, την ανίερη ερωτική σχέση του πατέρα του με την σύζυγό του Ζεϊμπεντέ. Ο Αλής τον κυνηγούσε επί χρόνια σε στεριές και θάλασσες για να τον εκδικηθεί. Έτσι προσπάθησε να τον πετύχει ακόμη και στην Πόλη όπου τον έθεσε υπό την προστασία του ο Χαλέντ. Ο Σουλτάνος έγινε έξαλλος με την απόπειρα και πήρε την τελική απόφαση για την εξόντωσή του.
Ένας ακόμη λόγος -μάλλον ισχυρότερος- ήταν το ότι ήθελε τους περιβόητους θησαυρούς του Αλή, για να ενισχύσει το χειμαζόμενο Αυτοκρατορικό ταμείο. Ο Βεζίρης εξαγριωμένος για την αποτυχία της δολοφονίας του Ισμαήλ σκοτώνει τη γυναίκα του, την μητέρα του και τον γιο του, ενώ την δωδεκάχρονη κόρη του, που ήταν μνηστευμένη με τον γιο του Βελή, την φυλάκισε στο Τεπελένι, όπου και πέθανε. Τα πρώτα μέτρα εναντίον του Αλή ήταν η παύση του, από αρχηγός των σωμάτων που είχαν σαν σκοπό την ασφάλεια των οδικών αρτηριών της Ελλάδας, η καθαίρεσή του από το «Πασαλίκι» των Ιωαννίνων, η αφαίρεση της διοίκησης της Θεσσαλίας και της Αιτωλοακαρνανίας, ενώ διατάχτηκε να πάει ο ίδιος στο Τεπελένι, και να αναμείνει το φιρμάνι. Η γριά αλεπού κατάλαβε γρήγορα την σοβαρότητα της κατάστασης και στράφηκε αμέσως για βοήθεια και μεσολάβηση των «φίλων» του -όπως τουλάχιστον νόμιζε- Άγγλων, στέλνοντας στην Κέρκυρα τον έμπιστό του Μάνθο Οικονόμου. Ο Αρμοστής των Επτανήσων και παλαιός του γνώριμος Sir Τhomas Maitland του δήλωσε ευθέως ότι δεν θα μπορούσε να αποσπάσει την επιείκεια της Υψηλής Πύλης, ήταν όμως πρόθυμος να του δώσει πολιτικό άσυλο.
Η προσφορά ήταν απατηλή, γιατί υπήρχαν συνεννοήσεις Άγγλων και Πύλης να ξεγελαστεί ο Αλής και να καταφύγει στα Επτάνησα, οπότε οι Άγγλοι θα τον παρέδιδαν στο σουλτάνο. Αυτός κατάλαβε αμέσως την καλοστημένη παγίδα και ούτε καν απάντησε στον ύπατο αρμοστή των Ιονίων Νήσων. Αφού έχασε τις ελπίδες του για Αγγλική βοήθεια, για να κερδίσει χρόνο, στέλνει επιστολή στο Διβάνι με την οποία αποκαλύπτει στους Οθωμανούς την ύπαρξη της «Φιλικής Εταιρείας» και την προετοιμασία της μεγάλης Ελληνικής επανάστασης, τονίζοντας ότι η πτώση και η εξόντωσή του θα συντελούσαν στην επιτυχία της, γιατί αυτή χωρίς τη συμβολή του δεν θα ήταν δυνατόν να καταπνιγεί.
Για τα περί Φιλικής Εταιρείας τον είχε πληροφορήσει ο Ζακυνθινός κρεοπώλης Διόγος (ο Σκοπιώτης), που ήταν μέλος της, ο οποίος εκτελέστηκε στο τέλος του 1819, στο Αρχιμανδρειό των Ιωαννίνων, από τον ηγούμενο του ναού -επίσης Ζακύνθιο- Διονύσιο Κοδοράση, που ήταν και ο ίδιος φιλικός. Όμως, και αυτός, ο ελιγμός έπεσε στο κενό. Αμέσως μόλις έφτασε το γράμμα στην Πόλη, ο σουλτάνος θεώρησε την πληροφορία απατηλή, και συγκαλεί το ανώτατο όργανο της Αυτοκρατορίας, το Μεγάλο Διβάνι, που εκδίδει διάταγμα, με το οποίο ο Τεπελενλής κηρυσσόταν, αποστάτης, εάν σε διάστημα 40 ημερών δεν πήγαινε να απολογηθεί. Ο Αλής ούτε το σκέφτηκε να παρουσιαστεί στο σουλτάνο, γιατί ήξερε καλά ότι δεν θα ξαναγύριζε ζωντανός.


Άλλωστε είχε καταλάβει πολύ πιο πριν ότι η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη και ετοιμαζόταν ήδη από πολύ καιρό για πόλεμο. Όπως γράφει ο πλέον έγκυρος αφηγητής, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, στο χειρόγραφο έργο του «Ιστορία της πολιορκίας των Ιωαννίνων, 1820 - 1822», «εδιόρθωσεν και εδυνάμωσε το κάστρο των Ιωαννίνων και με ακρόπολιν δυνατήν, έκτισεν νέον κάστρον μικρό στα Λιθαρίτζια, και ανάμεσα σε Λιθαρίτζια και κάστρο, έκτισε πέρυσι μίαν κούλιαν (οχυρός πύργος) πολεμικήν, δυνατήν και υψηλήν, οπού βλέπει όλην την πόλιν, και την εστόλισεν με τα τόπια, και εις τα τρία πατώματα. Περίζωσε και τα προάστεια με χαντάκι και πολλές μπαταριές με τόπια. Εδυνάμωσεν και το Νησί της Λίμνης με πολλές μπαταριές και τόπια».
Προμηθεύεται επίσης, μέσω Πρέβεζας, τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών, ενώ αποθηκεύει στα υπόγεια του κάστρου τρόφιμα και εφόδια τα οποία επαρκούν για πολιορκία, τουλάχιστον, δύο χρόνων. Και το κυριότερο, καταλαβαίνοντας, αν και αργά, ότι η μεγάλη δύναμή του είναι οι θησαυροί του, ανοίγει επιτέλους το ταμείο του και αρχίζει να σκορπά χρήμα προς κάθε κατεύθυνση, εξαγοράζοντας πρόσωπα, υπηρεσίες και καταστάσεις. Η εκστρατεία εναντίον του Αλή άρχισε πριν καν λήξει η προθεσμία των 40 ημερών που είχε θέσει ο σουλτάνος για να παρουσιαστεί στην Πόλη. Κηρύχτηκε πραγματική «Τουρκική πανστρατιά».
Αρχιστράτηγος, ο ορκισμένος εχθρός του Ισμαήλ Πασόμπεης και υπαρχηγός ο περιβόητος Πασάς της Δράμας, ο Δράμαλης. Φάλαγγες Αυτοκρατορικών στρατευμάτων από τις Πρέσπες και τη Μακεδονία, την Ναύπακτο, την Πελοπόννησο και τη Θεσσαλία, συγκλίνουν προς την Ήπειρο, ενώ ο σουλτανικός στόλος του ναύαρχου Αλή-Μπέη αποκλείει τα Ηπειρωτικά παράλια και καταλαμβάνει όλες τις παράκτιες πόλεις που ήταν πιστές στον Αλή. Σύντομα τα Γιάννενα πολιορκούνται στενά από 45.000 πεζούς και 10.000 ιππείς. Τον Μάιο του έτους 1820 ο Αλής συγκαλεί στα Γιάννενα «Μέγα Πολεμικόν Συμβούλιον», στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι εξέχοντες Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι.
Τους βγάζει πύρινο λόγο: «Μου κάνουν πόλεμο για να πάρουν τους θησαυρούς μου, αλλά σε λίγους μήνες θα τραντάξω την αυτοκρατορία και εκείνοι που τώρα μου επιτίθενται δεν θα είναι ασφαλείς ούτε στην Κωνσταντινούπολη». Συγχρόνως τάζει τα πάντα, πλούτο, αξιώματα, ακόμη και «Σύνταγμα». Οι Αρβανίτες δεν κατάλαβαν τι είναι αυτό και νόμισαν ότι πρόκειται για αύξηση του μισθού τους, ενώ μερικοί το εξέλαβαν ως νέα θρησκεία. Πολλά ειπώθηκαν σε αυτό το πολεμικό συμβούλιο. Ανάμεσα στα άλλα, ο Ανδρούτσος και ο Νούτσος του πρότειναν να βαφτιστεί Χριστιανός με το όνομα Αλέξανδρος, ώστε να έχει περισσότερο κύρος ανάμεσα στους ορθόδοξους υπηκόους του.
Ο Αλής άφησε ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο, ενώ τους ζήτησε την συνδρομή της Φιλικής Εταιρείας (όλοι σχεδόν οι Έλληνες παριστάμενοι ήταν φιλικοί), λέγοντας ότι ήταν από καιρό σε επαφή μαζί της με το ψευδώνυμο «πενθερός» (ο Καποδίστριας είχε το προσωνύμιο «ευεργετικός», ο Αλέξανδρος Υψηλάντης «κάλιστος», ο πατριάρχης «παλαιότερος», και ο Τσάρος «φιλάνθρωπος»). Και για να τους το αποδείξει έκανε μπροστά στους έκπληκτους οπλαρχηγούς, το «αναγνωριστικό» των φιλικών, που γινόταν με συνδυασμό και πλέξη των δαχτύλων των δυο χεριών. Στη συνέχεια αναθέτει σε όλους διακριτούς και συγκεκριμένους ρόλους.
Έτσι, την μεν άμυνα των Ιωαννίνων αναλαμβάνει ο ίδιος, του Βερατίου οι γιοί του Μουχτάρ και Σαλήχ, του Τεπελενίου ο εγγονός του Μεχμέτ, του Αργυροκάστρου ο Μετζομπόνος, της Άρτας ο Νταλήπ Πρεμέτης κλπ. Από τους Έλληνες ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναλαμβάνει να υπερασπιστεί την Λειβαδιά, ο Καρατάσσος τις Θερμοπύλες, ο Νικόλαος Στουρνάρης τον Ασπροπόταμο, ο Ανδρέας Ίσκος τα Άγραφα, οι Μπλαχαβαίοι τα Χάσια, ο Ιωάννης Βαρνακιώτης το Ξηρόμερο, ο Γιώργης Ζιώγας τον Όλυμπο κλπ. Παράλληλα κινείται και διπλωματικά. Στέλνει τον Σπύρο Κολοβό στην Κέρκυρα, προκειμένου να έρθει σε επαφή με την Φιλική Εταιρεία και να την ενισχύσει με σημαντικό χρηματικό ποσό.
Απευθύνεται -επίσης-και στη Ρωσία. Συναντιέται στην Πρέβεζα τον Απρίλιο του 1820 με το φίλο του διερμηνέα του Ρωσικού υποπροξενείου Πατρών, Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, και τον στέλνει στην Αγία Πετρούπολη για να ζητήσει τη βοήθεια του Τσάρου. Όμως στις κρίσιμες αυτές ώρες ο Αλής απέκτησε έναν εντελώς απροσδόκητο σύμμαχο, τους Σουλιώτες, τους «προαιώνιους εχθρούς» του. Οι διασκορπισμένοι από τον ίδιο απείθαρχοι και σκληροτράχηλοι πολεμιστές, μόλις ξέσπασε ο πόλεμος γύρισαν στην Ήπειρο προσβλέποντας στην επάνοδο στις πατρογονικές τους εστίες.
Στην αρχή προσέγγισαν τους Τούρκους οι οποίοι και τους έταξαν την επιστροφή στο Σούλι, όμως στην συνέχεια ο σερασκέρης Ισμαήλ Πασόμπεης, αθέτησε αυτή του την υπόσχεση και τους φέρθηκε σκαιότατα. Έτσι χίλιοι περίπου Σουλιώτες έφτασαν στην περιοχή των Ιωαννίνων και στρατοπέδευσαν στον Άγιο Νικόλαο Κοπάνων, διατηρώντας όμως ουδετερότητα. Στο τέλος του Νοεμβρίου του 1820 οι Σουλιώτες παρατήρησαν ότι ούτε μια από τις βόμβες που έριχνε εναντίον τους ο Πασάς από το κάστρο έσκαγε. Από περιέργεια, εξέτασαν μία και είδαν κατάπληκτοι ότι περιείχε έγγραφη πρόσκληση του Αλή για μυστική συνάντηση στο φρούριο.
Την ίδια νύχτα ο Νότης Μπότσαρης και άλλοι δύο Σουλιώτες διέσχισαν με βάρκα τη λίμνη και συνάντησαν τον άλλοτε θανάσιμο αντίπαλό τους. Ο Πασάς τους πρότεινε να πολεμήσουν μαζί του τους Τούρκους, με αντάλλαγμα την άμεση επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη, την καταβολή από μέρους του ενός χρηματικού ποσού και τον εφοδιασμό τους με όπλα και πολεμοφόδια. Οι Σουλιώτες δέχτηκαν και υπέγραψαν, στις 20 Δεκεμβρίου 1820, γραπτή συμφωνία, για την τήρηση της οποίας ανταλλάχτηκαν ως όμηροι, ο εγγονός του Αλή, Χουσεΐν Πασάς (γιος του Μουχτάρ) και η σύζυγος του Μάρκου Μπότσαρη, με τα δυο παιδιά της, ο αδερφός του και η αδερφή του οπλαρχηγού Δράκου.
Οι μήνες της πολιορκίας των Ιωαννίνων περνούν χωρίς όμως αποτέλεσμα για τους Τούρκους. Αντίθετα ο Αλής ξαναγίνεται ο πολεμιστής της νιότης του και ηγείται ο ίδιος των επιθέσεων, παρά την αρθρίτιδα που τον ταλαιπωρεί. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με το σώμα του, και ο Μάρκος Μπότσαρης, με τους Σουλιώτες του, κάνουν θραύση και κρατούν ανοιχτές όλες τις διόδους ανεφοδιασμού. Παράλληλα ο πανούργος Βεζίρης με δολοπλοκίες και δωροδοκίες διαλύει εντελώς την συνοχή και πειθαρχία των Τουρκικών τμημάτων. Έξη μήνες, μετά από την έναρξη της πολιορκίας, η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει προς το μέρος του. Η «Υψηλή Πύλη» τρομοκρατημένη διαβλέπει τη διαγραφόμενη αποτυχία και αλλάζει ταχύτατα τακτική.


Αφαιρούν την αρχιστρατηγία από τον αποτυχημένο Πασόμπεη και τοποθετούν στη θέση του τον Χουρσίτ Πασά, διοικητή της Τρίπολης, Καυκάσιο γενίτσαρο και έναν από τους πλέον προικισμένους στρατηγούς του σουλτανικού στρατού. Αυτός αναχωρεί για τα Γιάννινα έχοντας μαζί του επίλεκτες δυνάμεις, αφού πείστηκε από τους Έλληνες προύχοντες της Πελοποννήσου ότι οι φήμες για μια επικείμενη εξέγερση στον Μοριά δεν ευσταθούσαν. Η Φιλική Εταιρεία είχε βάλει και εδώ το χέρι της. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Ιανουαρίου 1821, όταν ο Τούρκος στρατάρχης εμφανίστηκε, μαζί με τα ασκέρια του, μπροστά στο κάστρο των Ιωαννίνων.

Η ΡΗΞΗ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΥΛΗ
Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί, σταλμένοι από τον Αλή, αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Πασιόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος, διότι ο Αλή ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων, με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι. Ο Αλή προσπάθησε να εξευμενίσει το σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας, ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819.
Τελικώς το 1820, η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος, φυσικά, αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας. Ο Αλή Πασάς, όσο ενίσχυε τη δύναμή του τόσο περισσότερο αποδέσμευε τις κινήσεις του από τις επιθυμίες της Πύλης. Είχε προχωρήσει σε πολλά πράγματα χωρίς την έγκριση της Κωνσταντινούπολης και συνέχιζε να δρα κατ» αυτόν τον τρόπο. Μια σειρά από ενέργειες επέφεραν τη ρήξη στις σχέσεις του Αλή Πασά με την Πύλη: Ο σφαγιασμός των Σουλιωτών, η φυλάκιση του Ιμπραήμ Πασά και η κατάληψη του Μπερατίου και της Αυλώνας, η κήρυξη πολέμου σε περιοχές που εποφθαλμιούσε, οι προσωπικές επαφές με ξένες δυνάμεις και η συμφωνίες του με αυτές, ο παράνομος πλουτισμός, η συγκέντρωση τεράστιας περιουσίας, η υποστήριξη εχθρών του Οθωμανικού κράτους, η εκτέλεση των κεντρικών διαταγών «όποτε αυτός επιθυμούσε» και οι καταπιέσεις που υφίστατο ο λαός από τους γιους του.
Η σιωπηρή στάση της Κωνσταντινούπολης απέναντι στις αναρίθμητες παράνομες ενέργειες του Αλή συνδεόταν εν μέρει με τη συχνή εμπλοκή του κράτους σε πολέμους και επιχειρήσεις για την καταστολή εξεγέρσεων και είχε τη βάση της στην αποφυγή της σύγκρουσης με ένα δυνατό ηγεμόνα όπως ήταν αυτός. Ωστόσο, ήταν σημαντική και η διττή στάση του Αλή Πασά απέναντι στην Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια, φαινόταν πως ο Αλή υπάκουγε στην Πύλη, στην πραγματικότητα όμως έκανε αυτό που ήθελε και παρουσίαζε τελείως διαφορετικές τις πράξεις του στην Κωνσταντινούπολη.
Για παράδειγμα, μετά τη φυλάκιση του Ιμπραήμ Πασά και με φήμες γύρω από την εκτέλεση του να πλανώνται στην Κωνσταντινούπολη, εστάλη στα Γιάννενα αξιωματούχος με σκοπό τη διαλεύκανση της υπόθεσης, ο Αλής όρισε συνάντηση του αξιωματούχου και του Ιμπραήμ σε πολυτελές δωμάτιο και αφού του πρόσφερε δώρα και εξέφρασε ανοιχτά την υποταγή του στο Σουλτάνο, τον έστειλε πίσω. Παρά τις προσπάθειες να παρουσιάζει τις πράξεις του διαφορετικές, συνέχιζαν να είναι συχνές οι διαμαρτυρίες κατά του Αλή στην Πύλη. Ακόμα και κατά τη γνώμη του Σουλτάνου υποκινείτο ένα είδος αρνητικής προπαγάνδας εναντίον της Πύλης.
Ενώ και ο ανώτερος αξιωματούχος της Αυτοκρατορικής φρουράς Ισμαήλ Πάσο Μπέη, ένας από τους παλιούς εχθρούς του Αλή, φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε να στρέφει την κοινή γνώμη εναντίον του. Λίγο αργότερα ο Ισμαήλ Πάσο Μπέη θα ασκήσει σημαντική επιρροή στο Παλάτι, θα κερδίσει τη συμπάθεια του Χαλέτ Εφέντη και εκμεταλλευόμενος την αποδοχή του από το Σουλτάνο θα τον ενημερώνει σχετικά με τις κινήσεις του Αλή Πασά. Δίχως να παραμείνει απλός θεατής των γεγονότων ο Αλή έστειλε στην Κωνσταντινούπολη δυο ειδικά εκπαιδευμένους άντρες με σκοπό να σκοτώσουν τον Ισμαήλ Πάσο. Στις αρχές του 1820 έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Ισμαήλ Μπέη αλλά απέτυχε. Ο ένας από τους δράστες συνελήφθη και στην ανάκριση ομολόγησε ότι είχαν σταλεί από τον Αλή Πασά. Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έτσι, ο Σουλτάνος που σκεφτόταν από καιρό την τιμωρία του Αλή πέρασε στη δράση και αφού πρώτα τον απομάκρυνε από την εποπτεία των δερβενίων, διόρισε στη θέση του το διοικητή του σαντζακιού των Τρικάλων Σουλεϊμάν Πασά. Στο μεταξύ ανέθεσε τη διοίκηση των σαντζακιών της Οχρίδας και του Ελμπασάν στο διοικητή της Σκόδρας Μουσταφά Πασά και το σαντζάκι της Ναυπάκτου που μέχρι τότε ήλεγχε ο Βελή Πασάς στον Πεχλιβάν Πασά της Πρέβεζας. Επίσης, με «επίσημη επιστολή» (tahrirat) από το κέντρο είχε ζητηθεί από τους κατά τόπους διοικητές να είναι προσεκτικοί απέναντι σε αναταραχές που ενδεχομένως να προκαλέσει ο Αλή Πασάς καθώς και να προσφέρουν αν χρειαστεί στρατιωτική βοήθεια για την περιφρούρηση των φυλακίων στο διορισμένο για την επιτήρησή τους Σουλεϊμάν Πασά. Πέρα από αυτό είχαν σταλεί κατάσκοποι για να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση στην περιοχή της Αλβανίας και των Τρικάλων. Ο Σουλτάνος επίσης, χωρίς να στείλει αμέσως στρατό κατά του Αλή, του ζήτησε να πάει μαζί με τους γιους του στο Τεπελένι και να εγκατασταθεί εκεί.
Κάνοντας σαφές ότι αποσπάται από αυτόν ο έλεγχος του σαντζακιού των Ιωαννίνων, κοινοποιήθηκε στον Αλή Πασά ότι δεν θα βλάπτονταν η ζωή και η περιουσία του σε περίπτωση που απομάκρυνε τους ανθρώπους του από τα φυλάκια και τις υπόλοιπες θέσεις της περιφέρειάς του. Η Πύλη δεν ήλπιζε και πολύ στην τήρηση των αποφάσεων αυτών από τον Αλή Πασά. Γι αυτό το λόγο είχαν ξεκινήσει διάφορες προετοιμασίες για μια πιθανή επίθεση εναντίον του. Αλλά και ο Αλή Πασάς είχε ξεκινήσει εκτεταμένες προσπάθειες για να προστατέψει τον εαυτό του. Καθώς ερχόταν σε διάσταση με τους γιους του, προέβη σε τριήμερες διαπραγματεύσεις και ακολούθως αποφασίστηκε η επίθεση του Μουχτάρ Πασά με πολυάριθμο στρατό στο Μπεράτι και του Βελή με 15.000 άντρες στην Πρέβεζα.


Στο μεταξύ ο Αλή Πασάς έχτισε τείχη και άνοιξε μεγάλες τάφρους στα προάστια των Ιωαννίνων. Επιπλέον είχε χτίσει πύργους στο υψίπεδο της Μόροβα. Ο Αλή Πασάς είχε συγκεντρώσει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στα βουνά των Τρικάλων, από την πλευρά των Αγράφων, της Λαμίας και της Λειβαδιάς καθώς επίσης και στο κάστρο της Ναυπάκτου. Εκτός αυτού, ο Τεπελενλής είχε επιδοθεί και σε μια έντονη προσπάθεια να εξασφαλίσει στήριξη από το εξωτερικό. Δεν μπόρεσε ωστόσο να εξασφαλίσει τη βοήθεια που επιθυμούσε. Η Ρωσία δεν ήταν διατεθειμένη να παραβεί τις αρχές που είχε ορίσει η διάσκεψη της Βιέννης στα 1818. Από την άλλη πλευρά η Αγγλία είχε προτείνει στον Αλή συνδιαλλαγή με το Σουλτάνο.
Έτσι ο Αλή επεδίωξε συνεργασία με τους Έλληνες που ήταν έτοιμοι για ξεσηκωμό. Ξεκίνησε να έχει συναντήσεις με μέλη της «Φιλικής Εταιρίας» που αντιπροσώπευε το επαναστατικό κίνημα των Ελλήνων και εξασφάλισε πολιτική και υλική στήριξη από την οργάνωση. Οι διακεκριμένοι αρχηγοί της Ελληνικής Επανάστασης είχαν υπάρξει στρατηγοί του Αλή, μεγάλη στήριξη στον ξεσηκωμό είχε προσφέρει και ο στόλος που βρισκόταν στο νησί του Αλή Πασά. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλή Πασάς είχε σκοπό είτε να απομακρύνει την προσοχή του Σουλτάνου από το πρόσωπό του και να την στρέψει στην Ελληνική Επανάσταση είτε να σωθεί επωφελούμενος της επιτυχίας των Ελλήνων.
Την ίδια στιγμή οι Έλληνες ήταν έτοιμοι να στηρίξουν τον Αλή. Μέχρι και το 1821 5.000 - 7.000 Έλληνες πολεμιστές είχαν ήδη περιέλθει στις τάξεις του Αλή Πασά. Αλλά η στήριξη των Ελλήνων στον Αλή δεν αποτελούσε φυσικά έκφραση αγάπης. Πήγαζε από την επιθυμία να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας της επανάστασης εγκλωβίζοντας τόσο τις δυνάμεις του Αλή όσο και του Σουλτάνου στην Αλβανία και έτσι να αποτινάξουν την Οθωμανική κυριαρχία. Ο Αλή Πασάς προχωρώντας από τη μία πλευρά σε αυτού του είδους τις προετοιμασίες και από την άλλη πλευρά στέλνοντας επιστολές στην Πύλη δήλωνε ότι θα εκτελούσε τις επιβεβλημένες διαταγές και ζητούσε χάρη.
Με μια επιστολή του στην Πύλη δήλωνε ότι απέσυρε τους ανθρώπους του από τα σαντζάκια του Ελμπασάν, της Θεσσαλονίκης και της Εύβοιας όπως ήθελε ο Σουλτάνος, ότι δεν υπήρχε άνθρωπός του στα σαντζάκια της Οχρίδας και του Πασά και ότι πιο πριν είχε αποσύρει την πλειονότητα των ανθρώπων του από τα Τρίκαλα αναφέροντας εντούτοις ότι τον καθυστερούσε μια ομάδα αντρών από τα τσιφλίκια του Τιρνάβου και του Μπουγιούκιοϊ του καζά της Λάρισας που εργάζονταν κάθε χρόνο για τις ανάγκες των στρατιωτών που βρίσκονταν στον πύργο της Πρέβεζας.
Ο Αλή Πασάς ζητούσε να γίνει δεκτή η συγγνώμη του λέγοντας «από την άλλη μεριά, με τι τρόπο άραγε ενεργώ άμεσα προς επιχειρήσεις που θα με καταδικάσουν σε αυτόν και τον άλλο κόσμο όντας ανέκαθεν με την απαιτούμενη ευθύτητα και αφοσίωσή μου ένας από τους περήφανους και άσπιλους δούλους σου μεταξύ των ομοίως υπάκουων δούλων σου; Ας γίνει η απομάκρυνση των ανθρώπων μου από τα Τρίκαλα και αν ακόμα έρθει διαταγή να απομακρυνθούν και οι άνθρωποι του οίκου μου, από τις πρώτες μου σκέψεις είναι να πράξω αμέσως υπάκουα και χωρίς καθυστέρηση. Και από την άλλη πλευρά, επειδή γνωρίζω ότι μόνο με την υψηλή μεσολάβηση του αφέντη μου θα επέλθει η σωτηρία της ταπεινότητάς μου, στο εξής δεν είναι δυνατό να επιχειρηθούν κακόβουλες κινήσεις των δούλων σου ενάντια στο καθεστώς της υποταγής τους, καθώς είναι φανερό ότι τα γεγονότα και παραπτώματα που ακούστηκαν από διάφορες πλευρές προκαλούν καχυποψία και αναταραχή, για όνομα του Θεού, λυπήσου τους δούλους σου, και για την απάλειψη της καχυποψίας που αντιμετωπίζω προσεύχομαι μέρα νύχτα προσδοκώντας απόλυτη ασφάλεια».
Ο Αλή Πασάς την ίδια ώρα που ζητούσε με αυτόν τον τρόπο συγχώρεση, συνέχιζε τις αμυντικές του προετοιμασίες. Αντίθετα με ό,τι υποστήριζε, οι άντρες του δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμα τα φυλάκια. Όλα αυτά δήλωναν ανοιχτά την αποστασία του. Γι αυτόν το λόγο ο Σουλτάνος ανακάλεσε όλες τις αρμοδιότητες και όλους τους τίτλους του Αλή και απαίτησε απ’ αυτόν να έρθει εντός σαράντα ημερών στην Κωνσταντινούπολη και να δώσει εξηγήσεις. Ο Αλή δεν υπάκουσε ούτε αυτή τη διαταγή. Έτσι, εκδόθηκε φετβάς για την εκτέλεση του Αλή Πασά και «η αιτία έκδοσης του Αυτοκρατορικού φετβά ήταν η εκτέλεση και ο αφανισμός με οποιοδήποτε τρόπο του προαναφερθέντος Πασά, η αποδοχή της απόφασης απ’ όλη του την οικογένεια χωρίς αναζήτηση αιτιών» και αποφασίστηκε «η άμεση και μετ’ επιμονής εκπλήρωση της Αυτοκρατορικής διαταγής και επιθυμίας με οποιοδήποτε μέσο».

ΥΠΟ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Όταν το 1820 η σύγκρουση Αλή Πασά και σουλτάνου άρχισε να εκδηλώνεται, το Βατικανό έστρεψε την προσοχή του στις κινήσεις του Τεπελενλή. Του κράτους του Βατικανού προίστατο την εποχή εκείνη ο Πάπας Πίος Ζ΄ (1742 - 1824), ενώ Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο καρδινάλιος Ercole Consalvi (1757 - 1823). Και τους δύο κρατούσε ενήμερους ο παπικός γενικός πρόξενος της Κέρκυρας Carlo de Ribas (Ισπανικής καταγωγής), ο οποίος ενημερωνόταν συνεχώς για τα γεγονότα από τον Ιταλό υποπρόξενο της Αυστρίας στην Πρέβεζα Luigi Inchiostrο, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1810 εργάστηκε ως μηχανικός στην υπηρεσία του Αλή Πασά.
Δέκα επτά συνολικά έγγραφα βρέθηκαν στο απόρρητο αρχείο του Βατικανού, που αφορούν τον Τεπελενλή, από το 1820 μέχρι τον θάνατό του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η από 5/10/1820 αναφορά του de Ribas προς το Βατικανό, στην οποία γράφει: «Η απότομη πτώση του τρομερού και διάσημου πασά πρέπει να αποδοθεί σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι δεν κατόρθωσε να κατανοήσει το πνεύμα των στρατιωτών του, νομίζοντας ότι ήταν ισχυρός μόνο και μόνο γιατί διέθετε πολυάριθμο στρατό. Ο δεύτερος ότι δεν μπόρεσε ούτε για μια στιγμή να υπερβεί την εγκληματική του φιλαργυρία, μη καταβάλλοντας τους μισθούς σε εκείνους που πολεμούν μόνο για το χρυσό. Ο τρίτος τέλος λόγος είναι ότι επειδή ο στρατός του αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους και Έλληνες, έπρεπε να προβλέψει αφενός μεν τη βέβαιη λιποταξία των πρώτων οι οποίοι λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν μπορούν να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον του σουλτάνου, και αφετέρου την απιστία και το μίσος των δεύτερων, οι οποίοι περίμεναν την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία για να εκδικηθούν τις απερίγραπτες ζημιές τις οποίες έχουν υποστεί εξ αιτίας του».



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΛΑΜΠΗ
Όταν ο κλοιός των πολιορκητών άρχισε να σφίγγει ο Βεζίρης θυμήθηκε τον παλιό εαυτό του. Μέσα του ξαναζωντάνεψε ο εκπορθητής της Πρέβεζας, ο πολέμαρχος του Δούναβη και ο αετός των βουνών της Αλβανίας. Έτσι αποφασίζει αντεπίθεση εναντίον του σουλτανικού στρατού για να διαλύσει το στρατόπεδό του. Τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου 1820 σέλωσε το Αραβικό του άλογο, το Δερβίση, και ο αρχιοπλουργός του έφερε τα φημισμένα άρματά του, ενώ το μακρύκανο όπλο του με δαμασκηνί και μπλε χρώμα που είχε κατασκευαστεί στις Βερσαλλίες το έδωσε στο Θανάση Βάγια. Ο ίδιος πήρε το όπλο που του είχε χαρίσει ο Ναπολέων και στην θήκη της σέλλας του τοποθέτησε το -επίσης δώρο- ντουφέκι του βασιλιά Καρόλου ΙΒ΄ της Σουηδίας. Το σύνθημα της επίθεσης ήταν «φλωρί και τσεκούρι». Πλησιάζοντας τους σουλτανικούς προκάλεσε το μισητό του Ισμαήλ σε μονομαχία, χωρίς όμως ανταπόκριση. Ο ογδοντάρης Αλής είχε τόσην ορμή ώστε οι αντίπαλοί του υποχώρησαν ραγδαία και άτακτα. Πυροβολεί αμέσως θανάσιμα τον επικεφαλής συνταγματάρχη του τουρκικού πυροβολικού, έναν μπέη -ανεπιτυχώς- και σκοτώνει έναν παλαιό του γνώριμο Πασά, με δύο σφαίρες στην καρδιά, καλώντας φωναχτά σε βοήθεια το πνεύμα της μάνας του Χάμκως «μάνα βοήθησέ με».
Η ριψοκίνδυνη αυτή έξοδος ήταν η τελευταία και σπουδαιότερη πολεμική πράξη του Αλή Πασά κατά την πολιορκία των Ιωαννίνων. Ο Παπικός πρόξενος της Κέρκυρας Carlo de Ribas, που παρακολουθούσε στενά τα γεγονότα, έγραψε προς τον Υπουργό Εξωτερικών του Βατικανού: «Ακριβώς τώρα βεβαιώθηκα ότι ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επιχείρησε έξοδο από το φρούριο της πόλης επί κεφαλής πολλών εμπίστων του και πέτυχε να σκοτώσει, ή να πληγώσει, εκατοντάδα Μουσουλμάνων και, χωρίς καμιά δική του απώλεια επέστρεψε, με πλήρη τάξη, στο κάστρο του. Οι επιχειρήσεις αυτές όμως από πολιτική άποψη είναι οι τελευταίες ζωτικές ενέργειές του γιατί «αφεύκτως» αναμένεται η καταστροφή του».

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ
Από την πρώτη κιόλας ημέρα της πολιορκίας των Ιωαννίνων ο Αλής βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα σημαντικό πρόβλημα. Πολλοί από τους πιο έμπιστους οπλαρχηγούς και αυλικούς του πέρασαν στο πλευρό των αντιπάλων του, υποκύπτοντας στον πειρασμό της εξαγοράς, των υψηλών αξιωμάτων που τους πρόσφεραν οι Τούρκοι, αλλά και στο αίσθημα της αυτοσυντήρησης. ταν ένα δυνατό χτύπημα στην καρδιά του γερασμένου ηγεμόνα.
Τον εγκατέλειψαν λοιπόν -έστω και πρόσκαιρα ορισμένοι- ο Αλέξιος Νούτσος, ο πρωθυπουργός του Μάνθος Οικονόμου, ο Καραϊσκάκης, οι Ομέρ Βρυώνης και Μετζομπόνος, ο Νταλήπ Πρεμέτης, ο τραπεζίτης του Σταύρος Ιωάννου που πήγε στην Άρτα, ο Ψαλίδας και ο Βηλαράς που κατέφυγαν στο Ζαγόρι, ο Κωλέττης που έφτασε στο Συρράκο ντυμένος σαν χωρικός και άλλοι. Πιστοί του έμειναν ο Ανδρούτσος, ο Θανασούλας Βαλτινός και φυσικά ο Αθανάσιος Βάγιας, σε αντίθεση με τον αδερφό του γιατρό Λουκά, ο οποίος έφυγε παίρνοντας και μέρος από τους θησαυρούς του προστάτη του. Πιστός του παρέμεινε και ένας Εβραίος εξωμότης ονομαζόμενος Αβραάμ Σαράτσης, άλλοτε «υπουργός ταχυδρομείων», ο οποίος συνήθιζε να λέει: «Αν ήξερα κάποιον που να είναι περισσότερο αφοσιωμένος στον αφέντη μου από μένα, θα τον σκότωνα στη στιγμή». Την περίοδο ακριβώς αυτή ο ιστοριοδίφης Ιωάννης Λαμπρίδης στο έργο του «Ηπειρωτικά Μελετήματα» αναφέρει μία συνωμοσία κατά του Τεπελενλή, στην οποία συμμετείχαν ο γιος του Βελής, καθώς και ο εγγονός του Μαχμούτ, ο γιος του Μουχτάρ.
Αυτοί -πάντοτε κατά το Λαμπρίδη- «συνασπίστηκαν μετά του αρχιπροδότου Ομέρ Βρυώνη και του φίλου του Αλή, Ντερβίς Χασάν και απεπειράθησαν περί τα τέλη Μαρτίου του 1820 να παραδώσωσι τον ευεργέτην αυτών εις τους Τούρκους. Κάλεσαν λοιπόν το Βεζίρη σε σύσκεψη σε έναν τεκέ της συνοικίας «Αϊδόνι» (σημ. Κουραμπάς). Αυτός όμως έφτασε πρώτος στον τόπο της συνάντησης με την άμαξά του και πριν βγει από αυτή, τον πλησίασε κάποιος γνωστός του και του ψιθύρισε μερικές λέξεις. Τότε ο Αλης εγκατέλειψε την άμαξα, καβάλησε ένα άλογο και έφυγε ταχύτατα προς την πόλη. Φτάνοντας όμως στο Κάστρο βρήκε την πύλη του κλειστή, σύμφωνα με τις εντολές του φρούραρχου Χατ Σοκόλη, ο οποίος ήταν μυημένος στη συνωμοσία. Κατέφυγε τότε σε ένα παρακείμενο καφενείο, από όπου είδε περιφερόμενο, στις επάλξεις του Φρουρίου, τον πιστό του Μαχμούτ Μπέη από την Κρόια, τον οποίο κάλεσε να ανοίξει την πύλη και έτσι διασώθηκε από τον κίνδυνο. Ο Αλής δεν έδωσε συνέχεια στην υπόθεση, γιατί τους χρειαζόταν όλους ενόψει της επερχόμενης πολεμικής θύελλας».

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Ο Μαχμούτ Β΄ κινητοποίησε το καλοκαίρι του 1820 κατά του Αλή στράτευμα 80.000 ανδρών, με αρχηγό, στην αρχή, τον Ισμαήλ Πασιόμπεη και στη συνέχεια το Χουρσίτ Πασά. Ο Αλή βρέθηκε σε δεινή θέση, καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν, παρά το γεγονός ότι τους είχε δώσει εντολή να αμυνθούν μέχρις εσχάτων) και στρατευμάτων, ενώ φάνηκε, πως ο στρατός του δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα. Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες των αξιωματικών από το διαβόητο πασά).
Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Αλής πήρε με το μέρος του τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, τους Σουλιώτες, με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι. Αξιοσημείωτο είναι, πως την 25η Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, δε δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Η κατάσταση άλλαξε, όταν ο Πασιόμπεης αντικαταστάθηκε από το Χουρσίτ ο οποίος επανέφερε την τάξη στο στρατόπεδο των πολιορκητών, περιόρισε τις επιδρομές των Σουλιωτών και έσφιξε τον κλοιό γύρω από τον Αλή.


Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε το Χουρσίτ να αρχίσει διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες όμως κατέλαβε τα ισχυρά οχυρά του κάστρου, περιορίζοντας τον Αλή στο παλάτι του, όπου είχε συγκεντρώσει τους θησαυρούς του, αλλά και πολλά βαρέλια πυρίτιδας, απειλώντας να δώσει εντολή για ανατίναξη, αν γινόταν έφοδος, πράγμα που δεν ευχαριστούσε το Χουρσίτ που εποφθαλμιούσε την περιουσία του εχθρού του. Κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του 1821, ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στο Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους.

ΤΑ ΓΙΑΝΝΙΝΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Το καλοκαίρι του 1820 ο Τεπελενλής πήρε μια απόφαση η οποία έδωσε αφορμή να τον χαρακτηρίσουν σαν «νέο Νέρωνα». Αφού στις 13 Αυγούστου άφησε ελεύθερα τα χαρέμια του, στις 25 του ίδιου μήνα έκαψε τα Γιάννενα, προκειμένου να ελέγχει τις κινήσεις των πολιορκητών του. Γράφει ο αυτόπτης μάρτυρας Αθανάσιος Ψαλίδας: «Τες 25 όμως Αυγούστου έβαλαν οι γκέγκηδες φωτιά στου Μαρίνου Κωνσταντίνου το σπίτι και εις άλλες μεριές του παζαριού, και εκάηκαν και τα παλάτια του Βελή Πασά, και του Μουχτάρ Πασά και τα σεράγια στα Λιθαρίτζια, η μητρόπολις, ο άγιος Νικόλαος. Τα δύο σχολεία με τις βιβλιοθήκες τους και τις φυσικές μηχανές, του Καπλάνη και του Ζωσιμά, όλος ο αρχοντομαχαλάς και καθεξής το άνθος της πολιτείας όλο. Και στις 27 δεύτερη φωτιά έγινε και εκάηκεν η Αγία Μαρίνα η θαυμαστή και ο Μεκχεμές με όλα εκείνα τα σπίτια, οπού ήταν ολόγυρα, Τούρκικα και Ρωμαίικα, και η τρίτη πυρκαγιά έκαψε μερικά σπίτια στην Καλούτζαμση, και έτζι έγινε η πόλις θέαμα ελεεινόν, αξιοθρήνητον, άθλιον και αποκρουστικόν - ελέησόν μας Κύριε».
Ο Αραβαντινός δίνει τη δική του περιγραφή:
«Εντός ολίγων ωρών με την βοήθειαν και των εκ του φρουρίου εκσφενδιζομένων εμπρηστικών υλών, ουρανόμηκεις φλόγες εφαίνοντο εξερχόμεναι εκ των τεσσάρων της ατυχούς πόλεως σημείων, το δε πυρ εντός μικρού κατέστρεψε τας οικίας αυτής. Τότε ελαφυραγωγήθησαν και τα εν τη πόλει μέγαρα του Αλή και των υιών αυτού, εν οίς και το ωραίον μέγαρον του Βελή, όπερ και επυρπολήθη υπό του μετά ταύτα μεγάλου στρατάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη, διατελούντος τότε εις την υπηρεσίαν του Αλή και λιποτακτήσαντος».
Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν χωρίς προηγούμενο. Οι αντίπαλοι ξεχνώντας τις μεταξύ τους διαφορές «επιπεσόντες ως αρπακτικά όρνεα διήρπασαν εν ριπή οφθαλμού πάν ότι εύρον εν ταις ερημωθείσαις οικίας, απήλθον δε συναποκομίζοντες τα λάφυρα άτινα λόγω του υπάρχοντος τότε εν τη πόλει πλούτου, ήσαν πλουσιώτατα».
Τα Γιάννενα ερήμωσαν. Όλος σχεδόν ο πληθυσμός τους εγκατέλειψε τρομοκρατημένος την άλλοτε λαμπερή πρωτεύουσα και κατέφυγε στα γύρω μέρη, ιδίως στο Ζαγόρι.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΑΛΗ
Όταν άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις των Τούρκων εναντίον του, ο Αλής προκειμένου να περισώσει την κατάσταση αποφάσισε να επιταχύνει την πραγματοποίηση εκείνων των πολιτικών μέτρων που -κατά την γνώμη του- θα συσπείρωναν τους πληθυσμούς του κράτους στο πλευρό του. «Υπό αυτές τις συνθήκες» έγραφε ο πρόξενος της Ρωσίας στην Κέρκυρα, Σπυρίδων Παπαδόπουλος, «σκαρφίστηκε εντέλει, ο ορμητικός αυτός Αλή Πασάς, με την μαγική όψη νέου συντάγματος σε όλο το εύρος της επικράτειάς του, να ενώσει εκ νέου τους υπηκόους του και στο εξής να τους διοικεί κατά το παράδειγμα του Ισπανικού, Ναπολιτάνικου ή άλλου λαού και σύμφωνα με τις συμβουλές των συνετών ανθρώπων της αυλής του».
Ο Παπαδόπουλος πληροφορεί ότι ο Αλής έστειλε στην Κέρκυρα, για να συντάξει σχέδιο συντάγματος, το γραμματέα του Σπυρίδωνα Κολοβό, που σύμφωνα με την γνώμη του ανήκε σε Μασονική οργάνωση. Στην Κέρκυρα ο Κολοβός συναντά κάποιον Πιέρρη, πρώην λοχαγό του πυροβολικού, επίσης μέλος μασονικής στοάς και του ανακοινώνει μυστικώς ότι «η κρυφή πρόθεση του κυρίου μου είναι, μέσω του νέου συντάγματος που θα δώσει στην παρούσα πολιτεία του, να γίνει ελεύθερος και ανεξάρτητος άρχοντας της Ηπείρου και όλης της Μακεδονίας». Για αυτό ζητά «ανυποχώρητα» από τον Πιέρρη να προσπαθήσει να του βρει μεταξύ των Μασόνων «έναν ξακουστό συγγραφέα και επιδέξιο συνταγματολόγο».
Κάποια προσχεδιάσματα συντάγματος πήρε μαζί του ο Κολοβός. Ο Ρώσος πρόξενος κατάφερε να μάθει ότι το σύνταγμα προέβλεπε την δημιουργία «Αλβανικής γερουσίας», η οποία θα είχε 8 αντιπροσώπους του Ορθόδοξου πληθυσμού, 4 του Μουσουλμανικού και 1 του Εβραϊκού. Στη συνέχεια γυρνώντας στα Γιάννενα ο Κολοβός αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και πέθανε. Έτσι το σχέδιο δεν έφτασε στον Αλή.

ΣΤΟN METTERNICH ΓΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Ο Αλής τις δύσκολες ώρες της πολιορκίας του από τους σουλτανικούς, δεν αναζήτησε «Σύνταγμα» μόνον στην Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο, αλλά απευθύνθηκε και στον καγκελάριο της Αυστρίας, τον περιβόητο Κlemens von Metternich (1773 - 1859), τον πλέον ακατάλληλο για το ζήτημα αυτό, αφού ήταν ο πιο δεσποτικός και αντιδημοκρατικός πολιτικός της Ευρώπης. Φαίνεται ότι ο Βεζίρης των Ιωαννίνων δεν αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία του, αλλά είναι προφανές ότι καταλάβαινε σίγουρα τις συμβολικές συνέπειες μιας τέτοιας πρωτοβουλίας.
Τον Ιανουάριο του έτους 1838 η Σκωτσέζικη εφημερίδα Edinburgh Magazine, δημοσίευσε το περιστατικό, όπως το διηγήθηκε ο ίδιος ο Metternich, στον φίλο του Albert Wolf:  «Όταν εκείνος ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων βρέθηκε πολιορκημένος στα Ιωάννινα από τα στρατεύματα του σουλτάνου, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα από τα συνηθισμένα τεχνάσματά του για να παραπλανήσει τους υπηκόους του. Έτσι μου έστειλε μια επιστολή, με την οποία -μετά από πολλές φιλοφρονήσεις- με ικέτευε να του στείλω αμέσως τον ικανότερο Ευρωπαίο συνταγματολόγο για να του συντάξει «το καλύτερο σύνταγμα».


Δε νομίζω ότι ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που μου ζητούσε. Του απάντησα ότι δεν έχω ένα τέτοιο πρόσωπο στη διάθεσή μου και τον συμβούλευσα να έρθει το ταχύτερο δυνατόν σε συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη (o Metternich ήταν υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Όταν ο ταχυδρόμος του Αλή επέστρεψε στα Ιωάννινα, την πόλη είχαν ήδη καταλάβει οι Τούρκοι και έτσι η επιστολή μου δεν είχε πλέον σημασία». Ο Metternich όταν άρχισε η Τουρκική επίθεση εναντίον του Αλή, ζητούσε συνεχώς πληροφορίες από τους ανά την Ευρώπη πράκτορές του. Στα Βιεννέζικα κρατικά αρχεία υπάρχουν αρκετές τέτοιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Στις 21 Μαρτίου 1821 από το Ιάσιο της Ρουμανίας ένας πράκτορας τον πληροφορεί: «Ο Αλή Πασάς καθώς λένε έδωκε το χέρι (στους Έλληνες), βαφτίστηκε και πήρε το όνομα Αλέξανδρος ή κατ’ άλλους Κωνσταντίνος. Η περιουσία του ανέρχεται περίπου στα 500 εκατομμύρια, αλλά δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ. Το χρήμα του θα βγει, σύντομα, στην κυκλοφορία. Η επιχείρηση εναντίον του πρέπει να πάρει τέλος μέσα στην χρονιά, γιατί αλλιώς, άμα ξυπνήσει το λιοντάρι, μπορεί να έχουν άσχημο χορό. Τότε πια αλίμονο σε εκείνον που θα πάρει η μπόρα, γιατί το να εξαφανίσει κανείς έτσι κεραυνοβόλα έναν τέτοιο κολοσσό, αυτό θα ήταν το όγδοο θαύμα του κόσμου, που θα επισκίαζε τόσο τα άλλα εφτά του αρχαίου κόσμου, που θα ήταν σα να μη υπήρξαν ποτέ».
Στις 24 Μαρτίου 1821 εμπιστευτική αναφορά από το Βουκουρέστι τού αναφέρει: «Στις 14 Μαρτίου έμαθα από ασφαλή πηγή ότι ο Αλή Πασάς πρόσφερε 400 εκατομμύρια για την Ελληνική Επανάσταση».
Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1821, ένας Έλληνας πληροφοριοδότης, από την Τεργέστη, συμπληρώνει: «Ακόμη και ο Αλή Πασάς είναι μέλος της «Εταιρείας». Γι’ αυτό πήγαν μαζί του οι Σουλιώτες και οι Αγραφιώτες».

ΙΚΕΤΗΣ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥ
Όταν, τον Απρίλιο του 1820, τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν να πλησιάζουν τα Γιάννενα, ο Αλής προσπάθησε να επιτύχει την προστασία της Ρωσίας, του προαιώνιου εχθρού της Τουρκίας. Έτσι αποτάνθηκε στον παλιό και πιστό του φίλο Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο, φιλικό και διερμηνέα του ρωσικού προξενείου των Πατρών. Συναντήθηκαν στην Πρέβεζα τον Απρίλιο του 1820, στο σπίτι του έμπιστου του Τεπελενλή, Ιωάννη Γενοβέλη, και ο Αλής ζήτησε από τον Παπαρρηγόπουλο, όπως έγραψε σε έκθεσή του ο Ρώσος υποπρέσβης της Κωνσταντινούπολης βαρώνος Grigory Stroganov (1770 - 1857), να μεταφέρει στον Τσάρο τα εξής:
«Ζητώ από την Αυτού Μεγαλειότητα, μεγαλόψυχο Αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών, τον πιο μεγάλο και τον πιο φιλάνθρωπο από τους μονάρχες να με δεχτεί ευνοϊκά με οποιουσδήποτε όρους στις τάξεις των πιστών υπηκόων του, για να του παρέχω εμπράκτως σύμφωνα με τις διαταγές του, οποιαδήποτε στιγμή, αξιόλογες υπηρεσίες».
Ο Παπαρρηγόπουλος ανταποκρίθηκε στην παράκληση του αδερφικού του φίλου και τον Μάιο του 1820 ταξίδεψε στην Αγία Πετρούπολη, από όπου όμως γύρισε φέρνοντας μόνον διπλωματικές και αόριστες υποσχέσεις. Παρ’ όλα αυτά ο Πασάς των Ιωαννίνων συνέχισε τις προσπάθειές του να επιτύχει Ρωσική βοήθεια. Έτσι τον Ιανουάριο του 1821, όταν ήταν ήδη πολιορκημένος στο Κάστρο των Ιωαννίνων, έφτασε στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας ο απεσταλμένος του, πρόκριτος του Μετσόβου, Κωνσταντίνος Χατζηγεωργίου (Μουράτ - Μπέης), με εντολή να επαναλάβει στον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, το αίτημά του για παροχή προστασίας. Ο Ρώσος Αυτοκράτορας έμαθε για την αποστολή του Χατζηγεωργίου στη Λουμπλιάνα της Σλοβενίας, στο συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας, και ανέθεσε στον υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας, τον Ιωάννη Καποδίστρια, να χειριστεί το θέμα.
Όπως αναφέρεται σε έγγραφο του μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας προς τον διοικητή της Βεσσαραβίας αντιστράτηγο Ιvan Iznof (1768 - 1845) «Ο Χατζηγεωργίου αποκαλεί τον εαυτό του απεσταλμένο του Βεζίρη Αλή Πασά, αλλά ο Αυτοκράτορας στηρίζοντας τις ειρηνικές του σχέσεις με την Οθωμανική Πύλη, δεν θέλει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με έναν διασαλευτή της τάξης στην Ανατολή».
Συγχρόνως ο Ι. Καποδίστριας διέταξε τον Ιζνώφ να μην επιτρέψει στο Χατζηγεωργίου να πάει στη Ρωσική πρωτεύουσα, αλλά ό,τι έχει να προτείνει να το καταθέσει εγγράφως και αμέσως να επιστρέψει στα Γιάννενα, αφού του καταβληθούν όλα τα έξοδα του ταξιδιού του.
Πράγματι έτσι έγινε. Η κατάθεση του Χατζηγεωργίου -που βρίσκεται σήμερα στα Ρωσικά αρχεία- περιλάμβανε, μεταξύ των άλλων, και τα ακόλουθα: «Ξεκίνησα από τον Αλή Πασά για την Αγία Πετρούπολη, με πληρεξούσιό του, στις 20 Νοεμβρίου 1820, για να αναφέρω ότι ο Αλή Πασάς πέφτει στα πόδια της Αυτού Μεγαλειότητος και δωρίζει όλα τα κάστρα και τους τόπους, που αγόρασε ή κατέκτησε με τα όπλα, και παρακαλεί να γίνει δεκτός υπό την ύψιστη προστασία Της και να του ανακοινωθεί η πολυεύσπλαχνη επιθυμία Της, την οποία θα εκπληρώσει μέχρι της τελευταίας σταγόνας του αίματός του, θυσιάζοντας πρόθυμα τη ζωή του για τον Άνακτα Αυτοκράτορα. Δεν είχα γραπτή εντολή, αλλά εφοδιάστηκα με λευκά φύλλα σφραγισμένα και υπογεγραμμένα από τον Αλή Πασά, με σκοπό να συμπληρώσω σε αυτά όλα, όσα θα διαταχτούν, σε περίπτωση που η Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα αποδεχτεί την προσφορά αυτή». Στη συνέχεια ο μεν Χατζηγεωργίου επέστρεψε άπρακτος στην Ήπειρο, η δε κατάθεσή του στάλθηκε στον Καποδίστρια, ο οποίος την έθεσε στο διπλωματικό αρχείο του.

Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΤΟΥ
Ο Αλή Πασάς ήταν ήδη επικηρυγμένος. Έπρεπε να γίνει καθετί δυνατό για την εξόντωσή του. Ο Σουλτάνος προκειμένου να λυθούν τα όποια προβλήματα αποφάσισε πρώτα απ΄ όλα να στείλει στα Γιάννενα στρατό 20.000 αντρών με επικεφαλής τον Ισμαήλ Πασά. Ακόμα προετοίμασε για υποστήριξη και ένα στόλο. Ο Πασάς της Σκόδρας Μουσταφά Μπουσάτι διατάχτηκε να προσφέρει βοήθεια επίσης. Εκτός αυτού η Πύλη έπαιρνε μέτρα για την αποδυνάμωση όσων βρίσκονταν γύρω από τον Αλή. Το πιο σημαντικό από τα μέτρα αυτά η ήταν ένδειξη ανοχής και ελέους σε όσους από τη μεριά του Αλή προσχωρούσαν στο στρατόπεδο του Σουλτάνου, ενώ διαφορετικά θα επέρχετο ολική καταστροφή της περιουσίας τους.


Το μέτρο αυτό είχε παρθεί για να απομακρύνει ειδικά τους Τόσκηδες Αλβανούς από τον Αλή Πασά. Μάλιστα, είχε ζητηθεί η και η ανακοίνωση του μέτρου σε περιοχές όπου διέμεναν συγγενείς των Τόσκηδων. Εδώ πρέπει να γίνει σαφές ότι η εγγύηση εξασφάλισης της περιουσίας δεν ήταν το μοναδικό προνόμιο που παραχωρείτο «σε όσους κατέφευγαν στην Πύλη εγκαταλείποντας τον προαναφερθέντα προδότη». Παράλληλα παραχωρούνταν διάφορα αξιώματα ή τάζονταν ακόμα πιο καλά πόστα. Επίμαχο θέμα ήταν ακόμα και η προσφορά σημαντικών χρηματικών ποσών.
Θα ήταν παράληψη να μη θεωρήσουμε τον παράγοντα αυτόν (χρηματισμός, δωροδοκία) πολύ αποτελεσματικό για την άρση της υποστήριξης στο πρόσωπο του Αλή από πολλούς ανθρώπους που βρίσκονταν δίπλα του. Οι πρώτες αυτές δυνάμεις που στάλθηκαν εναντίον του Αλή πέτυχαν διάφορες νίκες. Ο Πεχλιβάν Πασάς πήρε υπό τον έλεγχό του τη Θεσσαλία, τη Ναύπακτο και τη Κόνιτσα και πολιόρκησε την Πρέβεζα που υπερασπιζόταν ο Βελή. Ο Ομέρ Βρυώνης που βρισκόταν μέχρι τότε στο πλευρό του Αλή Πασά πέρασε μαζί με το στρατό του στις τάξεις του Σουλτάνου και του αποδόθηκε ο τίτλος του αρχιστράτηγου.
Εν συνεχεία παραδόθηκαν και η Αυλώνα και η Πάργα. Ο Αλή βλέποντας ότι χάνει γρήγορα περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του αλλά και ισχυρούς συμμάχους, αφού έκαψε ένα μέρος των προαστίων της πόλης, ταμπουρώθηκε στο κάστρο των Ιωαννίνων με τρόφιμα, πολεμοφόδια και κανόνια και άρχισε την υπεράσπισή του εαυτού του. Έτσι εισήλθε σε μια μακριά περίοδο πολιορκίας στην καρδιά των Ιωαννίνων. Αν και ο στρατός του Ισμαήλ Πασά πολιορκούσε το κάστρο των Ιωαννίνων για αρκετό καιρό, δεν κατάφερε να το εκπορθήσει. Γι αυτό το λόγο επιχείρησε εναντίον του Βελή που βρισκόταν στην Πρέβεζα. Το φιρμάνι που είχε εκδώσει ο Σουλτάνος δεν περιλάμβανε τους γιους του Αλή.
Με τη δήλωση ότι θα τους παρείχετο χάρη σε περίπτωση που διέκοπταν τη στρατιωτική βοήθεια προς τον πατέρα τους, ο Βελή και οι γιοί του Μεχμέτ και Σελίμ παραδόθηκαν. Με τη σειρά τους οι πασάδες Μουχτάρ και Σαλίχ και λίγο αργότερα ο γιος του Μουχτάρ ο Μαχμούτ, συντάχτηκαν με το πλευρό του Σουλτάνου. Η κεντρική εξουσία κατόπιν κανόνισε την εγκατάσταση του Μουχτάρ, του Μαχμούτ και του Σαλίχ στην Άγκυρα καθώς και του Βελή στην Κιουτάχεια. Απαιτήθηκε επίσης να τους δοθούν οι περιουσίες και τα προσωπικά αντικείμενα που θα έπαιρναν μαζί τους κατόπιν αναλυτικής καταγραφής τους και να σταλούν τα έγγραφα της καταγραφής αυτής στην κεντρική διοίκηση.
Η κεντρική εξουσία έριχνε ιδιαίτερο βάρος στην προστασία του Βελή και του Μουχτάρ Πασά από ενδεχόμενους εξωτερικούς κινδύνους. Και αυτό γιατί την ίδια περίοδο λιποτακτούσαν από το στρατό των Ιωαννίνων υποστηρικτές του Αλή Πασά που είχαν περάσει στην πλευρά του κράτους και υπήρχε η σκέψη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και με το Βελή και το Μουχτάρ. Γι αυτό το λόγο με επιστολές στο βαλή της Ανατολίας και τους διοικητές της Άγκυρας γινόταν σαφές ότι «η φυλή των Αλβανών είναι δόλια και ραδιούργα φυλή» και ότι έπρεπε να προστατευτούν οι Πασάδες «με τρόπο μεθοδικό που δεν επιτρέπει τη φιλική προσέγγιση και δεν προβλέπει τη βοήθεια προς αυτούς».
Παρά τα μέτρα αυτά, η κεντρική εξουσία λίγο καιρό μετά αποφάσισε την εκτέλεση των γιων του Αλή. Ενώ το αιτιολογικό ήταν ότι στέλνοντας μυστικές επιστολές στους Αλβανούς, προετοίμαζαν εξέγερση για να σώσουν τον πατέρα τους. Έτσι, εκτελέστηκαν στην Κιουτάχεια ο Βελή και ο γιος του Μαχμούτ και στην Άγκυρα ο Μουχτάρ και ο Σαλίχ, ενώ τα κεφάλια τους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια διατάχθηκε η ανακοίνωση αυτών των εκτελέσεων μαζί με το αιτιολογικό τους στα Γιάννενα και τα περίχωρά τους.
Μετά την εκτελέσεις αποφασίστηκε να επιτραπεί στα άτομα που βρίσκονταν δίπλα στους Πασάδες να συνεχίσουν να μένουν στις μέχρι τότε οικίες τους ενώ ορίστηκε και η καταγραφή των περιουσιών και των προσωπικών τους αντικειμένων. Εντωμεταξύ δεν είχε καταστεί ακόμα δυνατή η επίτευξη οποιασδήποτε προόδου όσον αφορά το πρόβλημα των Ιωαννίνων. Άλλωστε ο Αλή Πασάς έκανε κατά περιόδους επιτυχείς εξόδους και αναθέτοντας καθήκοντα σε δικούς του ανθρώπους, προσπαθούσε να εξασφαλίσει μια εξέγερση στις γύρω περιοχές. Αλλά και ορισμένα άτομα που ήταν κάποτε στο πλευρό του Αλή και τώρα συντάσσονταν με το κράτος επεδίωκαν το ίδιο ακριβώς πράγμα.
Στο μεταξύ οι Σουλιώτες στο οχυρό του Κακοσουλίου είχαν κινήσει ήδη νέα εξέγερση. Και όταν αυτό ανακοινώθηκε στην Πύλη από εντεταλμένους αξιωματούχους, διατάχθηκε η αποστολή του διορισμένου στο στρατό των Ιωαννίνων σερασκέρη Χουρσίτ Πασά με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Η Πύλη από τη μία πλευρά, στέλνοντας επιστολές στους εντεταλμένους αξιωματούχους των σαντζακιών των Ιωαννίνων, του Δέλβινου, της Αυλώνας, της Οχρίδας και του Ελμπασάν, επιθυμούσε την καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής κίνησης και την κοινοποίηση της θέσης ότι «οι ανάξιοι ελέους επαναστάτες θα το μετανιώσουν».
Και από την άλλη έστελνε αυστηρές προειδοποιήσεις στους αξιωματούχους των Ιωαννίνων με αφορμή τις στρατιωτικές αποτυχίες και ζητούσε από αυτούς να δείξουν περισσότερο ζήλο. Και πράγματι η Πύλη δεν υπολόγιζε κανένα κόστος προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα και έπαιρνε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την κάλυψη των αναγκών του στρατού των Ιωαννίνων σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Επιπλέον, όσο αυξάνονταν οι ανάγκες, χρησιμοποιούνταν στρατεύματα και από άλλες περιοχές. Για παράδειγμα, στις δυνάμεις του διορισμένου σερασκέρη του στρατού των Ιωαννίνων Χουρσίτ Πασά που θα έφταναν στα Γιάννενα με σκοπό να καταλάβουν την πόλη, οι διοικητές του Ντουκακίν (σημερινή Μετόχιγια του Κοσόβου), του σαντζακιού των Σκοπίων, του Κρούσεβατς καθώς και ο Χουσεΐν Πασάς από τη Βράνια της Σερβίας καθοδηγούσαν από 1.000 στρατιώτες ο καθένας ενώ θα στέλνονταν 500 στρατιώτες από τον καζά της Γιάκοβα. Υπήρχαν ακόμα και διαπραγματεύσεις με διάφορα άτομα όπως το διοικητή του Πριζρέν στον οποίο θα δίνονταν ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθειά του 30.000 γρόσια και από 25.000 θα δίνονταν σε άλλους αξιωματούχους.


Επίσης, συγκροτήθηκαν στρατιωτικά σώματα από τα χωριά της Φιλιππούπολης (2.000 ανδρών), από το Παζαρτζίκ της Βουλγαρίας (500 ανδρών) και από το Παλαιό Ζαγόρι (500 ανδρών). Λίγο μετά (στα τέλη Μαΐου του 1821) ο Χουρσίτ Πασάς έφτασε στα Γιάννενα. Ο Χουρσίτ επιθεώρησε το στρατό του και εργάστηκε για την κάλυψη των όποιων ελλείψεων. Την ίδια περίοδο ο Αλή Πασάς ενθάρρυνε τους κατοίκους των γύρω περιοχών να ξεσηκωθούν. Τελικά οι Τόσκηδες Αλβανοί που ήλεγχαν το κάστρο στο Τεπελένι, επιτέθηκαν στα Γιάννενα σχεδιάζοντας να σώσουν τον Αλή. Γι αυτό το λόγο η Πύλη αποφάσισε την αποστολή ενισχύσεων.
Καθώς η φρουρά της Εύβοιας που είχε αναλάβει έως τότε στρατιωτικά καθήκοντα στην Πελοπόννησο κατευθυνόταν προς τα Γιάννενα, ζητήθηκε η συγκρότηση «μισθοφορικού στρατού» και στάλθηκαν 2.000 γρόσια. Ο Χουρσίτ Πασάς γράφοντας στην Πύλη ότι Αλβανοί και Έλληνες λιποτακτούν από τον πολυφυλετικό στρατό των Ιωαννίνων, είχε ζητήσει να συγκροτηθεί και να σταλεί ένας στρατός 8 - 10 χιλιάδων ανδρών αποτελούμενος αποκλειστικά από Τούρκους. Η Πύλη προσπαθούσε να πραγματοποιήσει αυτό το αίτημά του και είχε αναθέσει στο βαλή του Καραμάν με τη φρουρά της Εύβοιας να ενισχύσει τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ιωαννίνων.
Στο μεταξύ στέλνονταν συνεχώς στον Χουρσίτ χρήματα. Στους άλλους αξιωματούχους με σκοπό να τους ενθαρρύνουν υπενθυμίζετο ότι «εκείνες οι ώρες σκληρής δουλειάς θα γίνονταν μέρες δόξας και φήμης». Παρά τις όποιες προσπάθειες ωστόσο η κρίση των Ιωαννίνων όσο πήγαινε και εντεινόταν. Εντούτοις, μόλις ο Χουρσίτ εφάρμοσε με τρόπο εντατικό μια μέθοδο που χρησιμοποιούσε ήδη και ο Αλή, ξεκίνησαν να γίνονται κάποια βήματα προς ένα αποτέλεσμα: Ο Χουρσίτ προσφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά, έπαιρνε με το μέρος του τους συμμάχους του Αλή. Πιθανόν κάπως έτσι παραδόθηκε και το κάστρο του Λετρίτς.
Μετά και την απομάκρυνση των ισχυρών του συμμάχων ο Αλής αποδυναμώθηκε αρκετά, του είχε απομείνει μόνο το κάστρο στην όχθη της λίμνης. Έτσι, ο Χουρσίτ του πρότεινε να παραδοθεί. Ο Αλή δήλωσε ότι θα παραδινόταν αν του παραχωρούνταν ένα φιρμάνι (επικυρωμένο από το Σουλτάνο) που θα του εξασφάλιζε αμνηστία. Ο Χουρσίτ του έδωσε εγγυήσεις και δήλωσε ότι θα ετοιμαστεί το φιρμάνι. Κατόπιν ο Αλής με μερικούς ανθρώπους του αποχώρησε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στο νησί της λίμνης. Ο Χουρσίτ όμως ήταν αποφασισμένος να τον σκοτώσει. Συνέταξε από μόνος του ένα πλαστό φιρμάνι για την εκτέλεση του Αλή και με δόλιο τρόπο το κάστρο παραδόθηκε.
Λίγο μετά, το φιρμάνι παραδόθηκε και στον Αλή από τον Μεχμέτ Πασά και τους 30 περίπου στρατιώτες που έφερε μαζί του. Ο Τεπελενλής όταν έμαθε ότι δεν του δόθηκε χάρη επιχείρησε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Σκοτώθηκε στη μάχη που ξέσπασε, ενώ το κεφάλι του στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε αντικείμενο διαπόμπευσης. Αργότερα, το κεφάλι του Αλή αγοράστηκε από τον παιδικό του φίλο, δερβίση Σουλεϊμάν, και θάφτηκε δίπλα στα κεφάλια των γιών του σ’ ένα μνήμα κοντά στο Σιλιβρίκαπι. Ο θάνατος του Αλή Πασά του Τεπελενλή χαροποίησε ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη.
Και μάλιστα, σ’ αυτούς που ανακοίνωσαν την είδηση του θανάτου του, δηλαδή στον υπαξιωματικό του Χουρσίτ Πασά και τους τάταρους που βρίσκονταν μαζί του (περίπου 20 άτομα), δόθηκαν τίτλοι αξίας 1.000 γροσίων με 20 γρόσια τόκο και προθεσμία αποπληρωμής 9 χρόνων. Πέραν αυτού το κράτος εγγυήθηκε την ασφάλεια όλων όσοι πήραν το μέρος της Πύλης στην κρίση αυτή, σε τοπικούς προύχοντες που έπραξαν το καθήκον τους και σε άλλα άτομα δόθηκαν αξιώματα ή εξασφαλίστηκαν πηγές εισοδημάτων.
Για παράδειγμα, αποφασίστηκε να δοθεί σε έναν πασά το αξίωμα του αρχιστράτηγου και σε έναν άλλο το δικαίωμα εκμίσθωσης φόρων αξίας 10.000 - 15.000 γροσίων στον Μαχμούτ Πασά παραχωρήθηκε το σαντζάκι του Ελμπασάν, στον Αμπάς Μπέη το σαντζάκι της Οχρίδας και σ’ έναν άλλο πασά το ποσό των 15.000 γροσίων. Επιπλέον αποφασίστηκε η αποστολή μισθού 500 γροσίων από την περιουσία του Αλή Πασά για κάθε στρατιώτη που προσέφερε υπηρεσίες στο στρατό των Ιωαννίνων και 650 γροσίων για τους στρατιώτες του φρουρίου της Ναυπάκτου.

ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ
Ο Χουρσίτ Πασάς ξανάφερε την τάξη και την πειθαρχία στο Οθωμανικό στρατόπεδο, σκοτώνοντας, μέσα σε μια ημέρα όλους τους απείθαρχους και τους ταραξίες στρατιώτες, Μουσουλμάνους, ή και χριστιανούς χωρίς καμιάν διάκριση. Η πολιορκία του Αλή γινόταν πια ασφυκτική. Ο ίδιος εγκατέλειψε το όχυρό του στα Λιθαρίτσια και εγκαταστάθηκε στο Κάστρο, όπου ευρίσκονταν οι θησαυροί του και τα πυρομαχικά του. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται απελπιστική. Οι Γιαννιώτες άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά την ηπειρωτική πρωτεύουσα, με προορισμό κυρίως το Ζαγόρι. Το ίδιο έκαναν και πολλοί από τους πιστούς μέχρι τότε στον Αλή οπλαρχηγοί και αξιωματικοί.
Αλλά το μεγαλύτερο χτύπημα που δέχτηκε την κρίσιμη αυτή περίοδο ήταν η αποστασία του Ομέρ Βρυώνη, που τον είχε σαν παιδί του και τον είχε διορίσει στρατηγό. Ο Αλβανός Πασάς πρόδωσε τον Αλή και αποστάτησε προς το Χουρσίτ παίρνοντας μαζί του και 15.000 πολεμιστές. Σε λίγο, όμως, λιποτάκτησε και η φρουρά του Κάστρου ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες του και έτσι ο Βεζίρης αναγκάστηκε να περιοριστεί στην Ανατολική Ακρόπολη (Ιτς Καλέ) με μια ομάδα η οποία δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα. Ήταν απελπισμένος γιατί έβλεπε ότι η βοήθεια που περίμενε από την Ρωσία δεν ερχόταν.
Επί πλέον, κυκλοφόρησε και η φήμη ότι ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα τώρα να τον αμφισβητούν και οι Αρβανίτες του. Οι προμήθειες τροφίμων δυσκόλευαν, ενώ μια επιδημία αποδεκάτισε τα εκτός φρουρίου πιστά του στρατεύματα. Εν τω μεταξύ η Ελληνική επανάσταση είχε εκραγεί και η Πύλη πίεζε τον Χουρσίτ να τελειώνει με τον Αλή, ώστε να κατέβει στον ήδη εξεγερμένο Μοριά. Όμως οι μήνες περνούσαν και τα Γιάννενα δεν έπεφταν, αν και ήταν πολιορκημένα περισσότερο από ενάμισι χρόνο. Η «γριά αλεπού» είχε ανεξάντλητα αποθέματα υπομονής. Όμως, έκανε το μοιραίο λάθος.


Έστειλε μια επιστολή στο Χουρσίτ, που έλεγε ότι ήταν πάντα αφοσιωμένος και πιστός στο ντοβλέτι, πως είχε καταντήσει σε αυτή την θέση από διαβολές των εχθρών του και του ζητούσε να μεσολαβήσει στο σουλτάνο για να τον συγχωρέσει. Ο αρχηγός του Αυτοκρατορικού στρατού έπιασε την ανέλπιστη ευκαιρία από τα μαλλιά. Διέταξε αμέσως ανακωχή και απάντησε ότι όλα θα γίνουν όπως τα ζητά ο ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Ο Αλής έκανε και δεύτερο σφάλμα. Πιστεύοντας τον Χουρσίτ διεμήνυσε στο Μάρκο Μπότσαρη, που μαζί με τους οπλαρχηγούς Γιώργο Μπακόλα, Γιαννάκη Ράγκο, Αντρέα Ίσκο και Γιαννάκη Κουτελίδα, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Τουρκικό στρατόπεδο και να το διαλύσει, να ακυρώσει την επιχείρηση, αφού οι εχθροπραξίες είχαν σταματήσει.
Ο Αλής όμως διέθετε ένα ισχυρό όπλο, τους θησαυρούς του. Τους είχε μεταφέρει στο υπόγειο του σεραγιού στο Ιτς-Καλέ, στον ίδιο χώρο με τα πυρομαχικά. Κοντά στο βαρέλι με την μπαρούτη έβαλε τον πιστό και αφοσιωμένο υπηρέτη του Σελήμ Τσάμη, με έναν πυρσό που έκαιγε μέρα-νύχτα και τον κατήχησε να βάλει φωτιά όταν τον πρόσταζε. Η ποσότης των πυρομαχικών του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα όλα τα Γιάννενα. Και είπε ακόμη ο Αλής στον Σελήμ ότι θα έσβηνε το φυτίλι μόνον εάν κάποιος του έδειχνε το κομπολόι του (κατ’ άλλους το δαχτυλίδι του).
Όταν το έμαθε αυτό ο Χουρσίτ θορυβήθηκε, γιατί οι θησαυροί ήταν στο στόχαστρο όχι μόνον του σουλτάνου αλλά και αυτού του ίδιου (άλλωστε αυτοί τελικά του έφαγαν το κεφάλι). Έτσι αναγγέλλει ψευδώς στον Αλή ότι έστειλε ήδη γράμμα στην Πόλη, ζητώντας το φιρμάνι της αμνηστίας, και εγγυήθηκε -μάλιστα εγγράφως- για την ασφάλειά του. Συγχρόνως του πρότεινε να εγκαταλείψει το Ιτς-Καλέ και να πάει να μείνει στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, κάτι που ο σουλτάνος -όπως του είπε- θα εκτιμήσει. Η βεβαίωση του Χουρσίτ δόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1821, και ο άλλοτε αδίστακτος ληστής τη δέχτηκε με παιδιάστικη χαρά, την φίλησε κλαίγοντας, βέβαιος ότι και η απάντηση του Σουλτάνου θα ήταν επίσης αθωωτική.
Το «έγγραφο» συνοδευόταν από ψητά αρνιά, γλυκίσματα και πολλά άλλα δώρα. Έτσι ο ταλαιπωρημένος και απογοητευμένος Ηγεμόνας της Ηπείρου περίμενε πλέον μοιρολατρικά την εξέλιξη των γεγονότων. Ο Τεπελενλής αδύναμος αλλά και κουρασμένος (ήταν πια ήδη 77 ετών, ενώ κατ’ άλλους 83), μετά από δισταγμούς τριών ημερών πέφτει και σε αυτή την παγίδα του Χουρσίτ Πασά και δέχεται να πάει στο νησί, αφού προηγουμένως παρέδωσε -άλλο μεγάλο σφάλμα- το «περίφημο μαργαριταρένιο κομπολόι» του στον απεσταλμένο του Οθωμανού αρχιστράτηγου (η ιστορία του «κομπολογιού» του Αλή Πασά διαχέεται στον μύθο και υπάρχουν πολλές εκδοχές για τα πραγματικά γεγονότα).
Έτσι στις 2 Ιανουαρίου 1822 -η επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα έχει πλέον ξεκινήσει- ο άλλοτε πανίσχυρος ηγεμόνας κατεβαίνει από το πίσω μέρος του Ιτς-Καλέ και μπαίνει σε μια λέμβο, που θα τον οδηγήσει στο μοιραίο Νησί. Έχει μαζί του την Κυρά-Βασιλική, τον Κώστα Μπότσαρη (αδερφό του Μάρκου), τον Μανθάκη Λαδιά, τον φρουρό του Γεώργιο Ροντήρη, και μερικούς άλλους. Σε μια δεύτερη βάρκα επιβιβάστηκαν μερικοί έμπιστοι φρουροί του, ο Γιαννιώτης θαλαμηπόλος του Δρόσος Δεσποτόπουλος και ένας σκλάβος του, ο Αχμέτ, για να του ξεπλένει τις δίπλες της κοιλιάς.
Στο νησάκι ο Αλής και η μικρή συνοδεία του, εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά κελιά του μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα και περίμεναν με αγωνία το περιπόθητο φιρμάνι της αμνηστίας. Όμως ο σουλτάνος Μαχμούτ ουδέποτε πήρε στα χέρια του την επιστολή του Χουρσίτ. Υπάρχουν δυο εκδοχές: Η μια λέει ότι ποτέ δεν την έστειλε και η άλλη ότι την έκρυψαν οι εχθροί του Αλή, με πρώτο τον Χαλέντ Εφέντη, γιατί γνώριζαν ότι ο Μαχμούτ ήθελε ζωντανό τον Πασά για να του αποκαλύψει την «κρύπτη» των θησαυρών του. Πάντως η αλήθεια παραμένει και σήμερα ένα μυστήριο.
Ο Χουρσίτ άφησε τον Αλή να ζει στην αγωνία του και προκειμένου να τον αποκοιμίσει του έστελνε συχνά τρόφιμα, δώρα και μουσικούς για να διασκεδάζουν τη θλίψη του. Αυτά κράτησαν για 20 μέρες. Στις 21 Ιανουαρίου του 1822, δεκαεφτά μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο Χουρσίτ καλεί τους αξιωματικούς του και τους διαβάζει ένα πλαστό φιρμάνι, σύμφωνα με το οποίο ο Αλή Πασάς κηρύσσεται «φιρμανλής», δηλαδή ένοχος εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό. Διορίζει τον Κιοσέ-Μεχμέτ Πασά εκτελεστή της απόφασης και πληροφορεί τον Αλή ότι η δήθεν αμνηστία έφτασε.
Το απομεσήμερο της 5ης Φεβρουαρίου 1822 ο Κιοσέ συνοδευόμενος από πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη αποβιβάζεται στο νησί και πλησιάζει στο μοναστήρι, κρατώντας ανοιχτό στο στήθος του το πλαστό φιρμάνι. Ο Αλής με τους λίγους πιστούς σωματοφύλακές του στεκόταν στον εξώστη των κελιών. Βλέποντας όμως ότι οι απεσταλμένοι ήταν πάνοπλοι, υποψιάστηκε τον δόλο και πρόσταξε με τη βροντερή φωνή του: «Μη κουνηθεί κανένας, αν δεν δώ με τα ίδια μου τα μάτια τι γράφει το φιρμάνι». Το «λιοντάρι» των παλιών καλών ημερών είχε ξυπνήσει μέσα του. Ο Μεχμέτ και η συνοδεία του προχώρησε μερικά βήματα δείχνοντας το «φιρμάνι» στον Πασά και του ζητήσανε να υποταχθεί.
Αντί για άλλη απάντηση αυτός άδειασε το πιστόλι του επάνω τους, χωρίς όμως να πετύχει τον Μεχμέτ, ο οποίος ανταπέδωσε τα πυρά, πλήγωσε τον Βεζίρη στο αριστερό του χέρι, όρμησε επάνω του, τον έσφιξε, και φώναξε στον Καφτάν αγά να τον χτυπήσει με το χατζάρι του, αλλά ο σωματοφύλακας του Αλή, Φεΐμ Τσάμης, τον πυροβόλησε και τον άφησε στον τόπο. Συγχρόνως ο Κιοσέ Μεχμέτ κατέβηκε από τον εξώστη και γύρισε στην αυλή του μοναστηριού. Η μάχη γενικεύτηκε ενώ ο πληγωμένος Αλής αποσύρθηκε σε ένα από τα κελιά. Το αίμα του έτρεχε σαν βρύση από τον τραυματισμό του και ο ίδιος σωριάστηκε σε ένα στρώμα.
Δυο ένοπλοι Τούρκοι μπήκαν στο υπόγειο που ήταν κάτω από το κελί, είδαν -από τις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος όπου ήταν ξαπλωμένος- τον πυροβόλησαν και τον εκτέλεσαν. Όλα τελείωσαν. Κάθε αντίσταση σταμάτησε. Ο Μεχμέτ έκοψε το κεφάλι του και το πήγε στον Χουρσίτ. Έτσι έσβησε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα. Αν πετύχαιναν τα σχέδιά του ίσως να ήταν διαφορετική και η ροή της Ιστορίας. Την κεφαλή του Αλή Πασά τοποθέτησαν επάνω σε πορφυρό δίσκο και την έφεραν στον αρχιστράτηγο των Τούρκων, τον Χουρσίτ.


Αυτός σηκώθηκε όρθιος όταν την είδε, υποκλίθηκε τρεις φορές μπροστά της και φίλησε δακρυσμένος την κατάλευκη γενειάδα του μεγάλου αντιπάλου του. Διέταξε να την επαλείψουν με τα πολυτιμότερα αρώματα και την παρέδωσε στους τζοχανταραίους του (σωματοφύλακες) «επί δίσκου αργυρού, καλυμμένη με πολύτιμον και χρυσοκέντητον ύφασμα», για να την περιφέρουν σε όλες τις Χριστιανικές και Μουσουλμανικές συνοικίες των Ιωαννίνων, προκειμένου να εισπράξουν το καθιερωμένο μπαξίσι. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων είχε μεταφέρει την έδρα του στα κελιά του ναού του Αρχιμανδρειού, γιατί το μέγαρό του, στο κέντρο της πόλης, είχε καταστραφεί.
Ενώ λοιπόν ο δεσπότης δειπνούσε με τους Γιαννιώτες προύχοντες Δ. Αθανασίου και Α. Δρόσο, ξαφνικά μπήκε στην τραπεζαρία ένας Τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από μερικούς στρατιώτες και τοποθέτησε στο τραπέζι τους την αιματοβαμμένη κεφαλή του σατράπη. Οι παριστάμενοι έμειναν εμβρόντητοι, γιατί δεν είχαν ακόμη πληροφορηθεί την εκτέλεση του Αλή. Ο μητροπολίτης σηκώθηκε όρθιος κατακίτρινος και με χείλια που έτρεμαν πρόφερε: «Ανάπαυσον Κύριε την ψυχή του δούλου Σου», ενώ οι άλλοι δυο παριστάμενοι σταυροκοπήθηκαν με δέος. Οι τζοχανταραίοι ασυγκίνητοι, με γέλια και καγχασμούς φώναζαν δυνατά «μπαχτσίς! μπαχτσίς!».
Τότε ο μητροπολίτης έβγαλε από το ντουλάπι ένα πουγκί με χρυσά φλουριά και το έδωσε στον επικεφαλής. Αυτός ευχαριστημένος ξανασκέπασε το δίσκο με το χρυσό κέντημα και είπε στους δυο καλεσμένους: «Θα έρθουμε και στα δικά σας σπίτια για το μπαχτσίσι». Και έφυγε, χαιρετώντας στρατιωτικά. Το περιστατικό διηγήθηκε μια καλόγρια της εκκλησίας που ήταν παρούσα.
Η Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παρακολουθούσε με έκδηλο ενδιαφέρον την πορεία των γεγονότων, που εκτυλίσσονταν στα περικυκλωμένα Γιάννενα. Χαρακτηριστική είναι και η ειδησεογραφία της γαλλόφωνης εφημερίδας της Σμύρνης Spectateur Οriental:
22α Ιανουαρίου 1822:  «Ο Βεζίρης των Ιωαννίνων κρύφτηκε μέσα στην ακρόπολη, που ευνοείται από τη διαμόρφωση του τόπου». 
9η Φεβρουαρίου 1822: «Λένε ότι ο Αλή Πασάς έστειλε στους Μωραΐτες δύο εκατομμύρια πιάστρα και έχει συμφωνήσει με τους Έλληνες ότι, στην περίπτωση που δεν θα αντέξει στην πολιορκία των τριών στρατηγών, τα Ελληνικά στρατεύματα θα πάνε να τον πάρουν, μαζί με τους θησαυρούς του».
1η Μαρτίου 1822: «Το κεφάλι του Αλή Πασά έπεσε». 
8η Μαρτίου 1822: «Σύμφωνα με ειδήσεις, από την Κωνσταντινούπολη, στις 26 Φεβρουαρίου, επικρατεί εκεί απόλυτη ησυχία. Το κεφάλι του Αλή μεταφέρθηκε στην Πόλη στις 23 του ίδιου μήνα. Έτσι η θεία δίκη -παρόλο που είναι όψιμη- κτύπησε, στο τέλος, τον «Ηλιογάβαλο της Ηπείρου»». 
Παρά το γεγονός ότι προδόθηκε όχι μόνον από τους πιστούς στρατηγούς του, αλλά ακόμη και από αυτούς τους γιους του, παρέμεινε, μέχρι το τέλος, ατρόμητος και αξιοπρεπής στην συμπεριφορά του.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Τον Ιανουάριο του 1822, έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις, ο Αλή δέχτηκε να παραδοθεί, με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 17 ή 25 του ίδιου μήνα, σκοτώθηκε, μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατ΄ άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έλθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από το Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου, αργότερα, θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης.
Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σαραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, για να αντικατασταθεί, τα τελευταία χρόνια, από καινούργιο) φαίνεται, πως ήταν τόπος προσκυνήματος για τους Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας, ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

ΗΓΕΜΟΝΙΚΗ ΚΗΔΕΙΑ
Ο Χουρσίτ έμεινε κατάπληκτος όταν διαπίστωσε ότι οι πρώην στρατιώτες του Αλή θρηνούσαν για το χαμό τού άλλοτε αφεντικού τους. Όπως γράφει ο Pouqueville «καθ’ όλην την μετά το θάνατο του Αλή νύχτα, οι Τόσκηδες και οι άλλες Αλβανικές φυλές, αγρύπνησαν στο άψυχο σώμα του, συνθέτοντας πρόχειρα μοιρολόγια, που εξυμνούσαν τις αρετές του». Φοβούμενος λοιπόν ο Χουρσίτ τις αντιδράσεις των άγριων πολεμιστών, έδωσε εντολή να ταφεί το ακέφαλο πτώμα του Αλή με βασιλικές τιμές. Έτσι την επόμενη μέρα, έπλυναν και στόλισαν το σώμα του. Στη συνέχεια το τοποθέτησαν σε φέρετρο «περικαλυφθέντος δια των πολυτιμοτέρων κασμηρίων των Ινδιών». Πάνω του έβαλαν το λοφίο που φορούσε στις επίσημες τελετές.
Έκοψαν την χαίτη του αλόγου του και την κάλυψαν με ύφασμα πορφύρας, από τις προεξοχές του οποίου κρέμασαν το σπαθί του και τα παράσημά του. Της πομπής προηγούνταν αξιωματούχοι, οι οποίοι έφεραν τις τρεις ιππουρίδες (ουρές αλόγων) που δήλωναν το βαθμό του. Την τελετουργική ευθύνη της κηδείας του είχε «ο σελάμ-αγάς» (αξιωματικός εντεταλμένος να αποδίδει τα πρέποντα στον υψηλό νεκρό), που οδηγούσε την νεκρική πομπή, η οποία περιβαλλόταν από δεκάδες «μοιρολογήτριες» «των οποίων οι κοπετοί και οι θρήνοι επλήρουν τα αντηχούντα ερείπια των Ιωαννίνων», όπως αναφέρει ο Pouqueville.
Ο Pouqueville δεν ήταν μεν παρών στα γεγονότα, όμως είχε πλήρη ενημέρωση για όλα, και τα κατέγραψε στα έργα που έξεδωσε μετά το θάνατο του Αλή Πασά. Η πομπή μπήκε στο Κάστρο από την κεντρική πύλη, αριστερά και δεξιά της οποίας ήταν παραταγμένη η φρουρά, για να αποδώσει στο νεκρό στρατιωτικές τιμές. Το φέρετρο καλύφτηκε με «ψάθα» και τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο του Βεζίρη, δίπλα από την σύζυγό του Εμινέ. Τότε προσήλθε, κατά την θρησκευτική δοξασία των Μωαμεθανών, ιμάμης, ο οποίος ανήγγειλε ότι «ο Αλής Τεπελενλής Βελή Ζαδές αναπαύεται εν ειρήνη». Τραγική φιγούρα στη νεκρώσιμη τελετή η Βασιλική.



Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΓΙΩΝ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Το 1822, την χρονιά της εκτέλεσης του Αλή, την «εξ αίματος» οικογένεια του Τεπελενλή αποτελούσαν οι εξής (η αδερφή του Χαϊνίτσα είχε πεθάνει το 1821): Αλής (76 - 82 ετών), οι γιοί του, Μουχτάρ (54), Βελής (49) από την Εμινέ, και Σαλήχ (22), από την Κιρκάσια οδαλίσκη του. Οι εγγονοί του, γιοι του Μουχτάρ, Χουσεΐν (26), Μαχμούτ (11) και οι γιοι του Βελή, Μεχμέτ (23), Σελήμ (19) και Ισμαήλ (15). Οι τρεις γιοι του δείλιασαν κατά την διάρκεια του πολέμου και παραδόθηκαν αμαχητί στους Τούρκους, οι οποίοι τους υποσχέθηκαν ότι θα τους κάνουν Πασάδες στη Μικρά Ασία. Πράγματι στην αρχή ζούσαν αμέριμνοι, μέσα στην χλιδή, με τα χαρέμια τους και τους αυλικούς τους.
Όταν όμως ο σουλτάνος έβλεπε ότι ο πατέρας τους δεν είχε καμιά διάθεση να παραδοθεί διέταξε τον αφανισμό τους και έδωσε εντολή τα κεφάλια τους να σταλούν στο σεράι του για τη συνηθισμένη έκθεσή τους. Έτσι ο Βελής, που είχε εγκατασταθεί στην Κιουτάχεια, «γενναίος όσον γυνή, ανατραφείσα εν τη μαλθακότητι του χαρεμίου», όπως γράφει ο Pouqueville, αποκεφαλίστηκε οδυρόμενος, αφού προηγουμένως είδε να έχουν την ίδια τύχη, ο ετεροθαλής αδερφός του Σαλήχ, και ο γιος του Μεχμέτ. Το χαρέμι του Βελή και η μια από τις γυναίκες του, η Κατερίνα, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, ενώ η επίσημη σύζυγός του, η περιβόητη Ζεϊμπεντέ (η ερωμένη του πατέρα του), θανατώθηκε με πνιγμό.
Ο Μουχτάρ, που είχε εγκατασταθεί στην Άγκυρα, βλέποντας το δήμιο να του δείχνει το σχοινί του απαγχονισμού του, φωνάζει «ο γιος του Τεπελενλή δεν πεθαίνει σαν ευνούχος», ορμά εναντίον των Τούρκων, σκοτώνει το δήμιο και διαλύει τους υπόλοιπους με το γιαταγάνι του. Στην συνέχεια οχυρώθηκε για να αμυνθεί. Τότε οι Τούρκοι έφεραν πυροβολικό και σκόρπισαν το θάνατο στους έγκλειστους. Όταν αυτός έμεινε μόνος έβαλε φωτιά στα πυρομαχικά του σεραγιού και τάφηκε στα ερείπια.

Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΕΓΓΟΝΩΝ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Οι Τούρκοι δεν πείραξαν τα υπόλοιπα εγγόνια του Αλή. Αντίθετα μάλιστα! Ο Χουσεΐν, γιος του Μουχτάρ, παραδόθηκε στους σουλτανικούς από τους Σουλιώτες (που τον είχαν όμηρο σαν εγγύηση της συμφωνίας τους με τον Αλή) και εξορίστηκε, αρχικά στην Αδριανούπολη και μετά στη Θεσσαλονίκη, όπου πέθανε. Ο άλλος γιος του Μουχτάρ, ο Μαχμούτ, ο μικρός ήρωας του Τεπελενίου και η μεγάλη αδυναμία του παππού του, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έτυχε αμνηστίας, και έγινε υψηλόβαθμος υπάλληλος του υπουργείου οικονομικών. Ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά και ιδιόρυθμος.
Το μισθό που του επιδίκασε ο σουλτάνος, τον ξόδευε για να ελευθερώνει σκλάβους, τους οποίους στη συνέχεια πάντρευε. Ο ίδιος κυκλοφορούσε με ένα μανδύα από τον λαιμό μέχρι τα πόδια, χωρίς κανένα άλλο ρούχο, ενώ κοιμόταν στις πύλες των τζαμιών. Παρά τις παραξενιές του, ήταν εξαιρετικά σεβαστός στους κύκλους της Οθωμανικής πρωτεύουσας. Πέθανε στα 1863, σε ηλικία 53 ετών -μάλλον ψυχικά διαταραγμένος- και τάφηκε, με τιμές, στο Σκούταρι, στο ασιατικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Όσον αφορά στους γιους του Βελή, ο Σελήμ, μετά τον αποκεφαλισμό του πατέρα του και του αδερφού του στην Κιουτάχεια, έμεινε στην Κωνσταντινούπολη.
Στα 1847 διορίστηκε, με τον βαθμό του Βεζίρη, διοικητής του Βελιγραδίου, όπου και πέθανε τον ίδιο χρόνο, σε ηλικία 44 ετών. Ήταν ποιητής και λόγιος. Τέλος, ο μικρότερος γιος του Βελή, ο Ισμαήλ, έκανε μεγάλη καριέρα. Μετά το φόνο του πατέρα του στάλθηκε από το Χουρσίτ, από τα Γιάννενα στην Κωνσταντινούπολη. Μπήκε στην υπηρεσία του Μεγάλου Βεζίρη και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον αφανισμό των γενίτσαρων, το 1825. Το 1828 του ανατέθηκε η εκστρατεία κατά της Ρωσίας, ενώ το 1847 πήρε τον βαθμό του Βεζίρη και υπηρέτησε ως διοικητής σε Αδριανούπολη, Γιάννενα, Τραπεζούντα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Τρίκαλα, Χαλέπι κ.ά.

Ήταν εξαιρετικά μορφωμένος. Διατέλεσε μέλος του Τουρκικού Συμβουλίου Επικρατείας, πρόεδρος Ποινικής Δικονομίας, μέλος του Συμβουλίου Μεταρρυθμίσεων κλπ. Πέθανε το 1875 στην Κωνσνταντινούπολη, σε ηλικία 68 ετών και τάφηκε στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, με μεγάλες τιμές. (Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου