ΩΡΑ...

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Αλή Πασάς ο Τεπελενλής 1744 - 1822 (1)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ο 18ος αιώνας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα περιόδου κατά την οποία τα αποτελέσματα ραγδαίων εξελίξεων επέφεραν μια σειρά από δραματικά γεγονότα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην περίοδο αυτή, την οποία ο İlber Ortaylı χαρακτήρισε ως «τον πιο μακρύ αιώνα της Αυτοκρατορίας», εντάθηκε η πολιτική αστάθεια ειδικά στην περιοχή των Βαλκανίων: ενδυναμώνονταν τα κινήματα ανεξαρτησίας ενώ η κεντρική εξουσία βρέθηκε μπροστά στην πραγματικότητα της κυριαρχίας των τοπικών αρχόντων (αγιάν). Οι εκκαθαριστικές τάσεις με σκοπό την ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας στην εποχή του Μαχμούτ Β΄, αν και χρησιμοποιήθηκαν ευρέως με σκοπό την διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας από το τοπικό στοιχείο, είχαν ενισχύσει τους δυνατούς αυτούς τοπικούς ηγεμόνες. Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα με το οποίο θα μπορούσαμε να ελέγξουμε την κρατική αυτή πολιτική κατά την προαναφερθείσα περίοδο...
Ο Αλή Πασάς που για πολλά χρόνια δρούσε ως «ο μόνος διοικητής» μιας ευρύτερης γεωγραφικής έκτασης στην περιοχή της Αλβανίας και της Ελλάδας, παρά τις πολλές γνωστές πιέσεις από την κεντρική εξουσία, πέτυχε την διατήρηση της εξουσίας του με κοινοποιήσεις της αφοσίωσης του στην Κωνσταντινούπολη, συνεχείς προσφορές δώρων και ενίοτε συμμετοχές σε στρατιωτικές εκστρατείες της Αυτοκρατορίας δεχόμενος από την πλευρά του κράτους μόνο «προειδοποιήσεις και συστάσεις». Ωστόσο, την εποχή που η δύναμη του Αλή Πασά είχε φτάσει στο ζενίθ και οι βουλές της Κωνσταντινούπολης είχαν αρχίσει να αλλάζουν, οι προσπάθειες να ενισχυθεί ξανά ο συγκεντρωτισμός στην Αυτοκρατορία γρήγορα απέδωσαν.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αναδιαμόρφωση των κινήσεων του Αλή ήταν αναπόφευκτη. Η περιπετειώδης ζωή του Αλή Πασά στα Οθωμανικά Βαλκάνια, ακόμη και στο πλαίσιο της εμφάνισης εντεινόμενων διαμαχών μεταξύ των λαϊκών μαζών και των τοπικών αρχόντων κατά τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας σ’ αυτήν κυρίως την περιοχή προβάλει ως ένα αξιόλογο θέμα έρευνας. Άλλωστε, ειδικά από ξένους μελετητές, η ζωή του έχει ερευνηθεί αρκετά. Ένα μέρος από αυτές τις μελέτες υπάρχει σε γραπτά περιηγητών ή αξιωματούχων που έζησαν την ίδια εποχή με τον Αλή. Ανάμεσά τους πρέπει να ξεχωρίσουμε το Travels in Greece and Albania (Λονδίνο 1830) του Άγγλου T. S. Hughes και το Voyage on More (Παρίσι 1805) του Γάλλου Fr. Pouqueville.
Επίσης, πολλές είναι οι μελέτες που παρέχουν έμμεσες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του ενώ περιορισμένα είναι τα έργα για τον Αλή στην Τουρκική γλώσσα. Δίπλα στις μελέτες των Niyazi Ahmet Banoğlu και Ahmet Müfit, σε περίοπτη θέση βρίσκονται οι μεταφράσεις του Μurat Belge από τον William Palmer και του A. Kemali Aksüt από τον Remerand. Παρόλο που σε ορισμένα από τα έργα αυτά η ζωή του Αλή Πασά εξιστορείται με τρόπο μυθιστορηματικό, σε όλα βρίσκουμε σημαντικές πληροφορίες. Εξάλλου έχει γίνει ακαδημαϊκή έρευνα αξιοποιώντας αρχειακό υλικό σχετικό με τον Αλή Πασά και την επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Η ακαδημαϊκή αυτή έρευνα παρέχει γνώσεις σχετικά με τη ζωή του Αλή Πασά, τις σχέσεις που είχε με το εξωτερικό, την αποστασία του και τέλος την επανάσταση στην Πελοπόννησο. Παρά την πολύπλευρη ακαδημαϊκή ενασχόληση Τούρκων αλλά και ξένων μελετητών με τη ζωή του Αλή Πασά, δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια έρευνας για θέματα όπως είναι η περιουσία που αποτελούσε την πηγή της ισχύος του, το πώς απέκτησε αυτήν την περιουσία και με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκε αυτή από το οθωμανικό κράτος μετά τον εξόντωσή του. Σε αυτό λοιπόν το άρθρο, με αντικείμενο έρευνας τη ζωή του Αλή Πασά, επιχειρείται μια προσέγγιση των συγκεκριμένων θεμάτων.
Το βασικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε αποτελείται από σχετικά με το ερευνητικό αντικείμενο σωζόμενα έγγραφα και κατάστιχα του Οθωμανικού Πρωθυπουργικού Αρχείου (Başbakanlık Osmanlı Arşivi). Παράλληλα αξιοποιήθηκαν και άλλα έργα σχετικά με τη ζωή του Αλή Πασά. O Αλή Πασάς (1740/1750-1822) έχει συγκεντρώσει από τον 19ο αιώνα το ενδιαφέρον της Ελληνικής και της ξένης ιστοριογραφίας, όσο λίγα άτομα του καιρού του. Προσωπικότητα μυστηριώδης και αντιφατική. Φωτισμένος δεσπότης και τυραννικός σατράπης, δίκαιος και αυθαίρετος, άνδρας με οξύτατη πολιτική αντίληψη αλλά και απλοϊκός, ανεξίθρησκος και ταυτόχρονα δεισιδαίμων, φιλάργυρος, άπληστος αλλά και χρηματοδότης κοινωφελών έργων.
Προστάτης της δημόσιας ηθικής και, ταυτόχρονα, φιλήδονος και σαδιστής, Μουσουλμάνος Βοναπάρτης, ένας νέος Σκεντέρμπεης, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που του αποδόθηκαν. H Μαρξιστική ιστοριογραφία τον συνδέει με τον Αλβανικό εθνικισμό. Στην ίδια γραμμή κινείται και η Αλβανική ιστοριογραφία που τον θεωρεί ως πρόδρομο του Αλβανικού εθνικού κινήματος. Ορισμένοι ιστορικοί υπερτόνισαν το ρόλο που διαδραμάτισε στα πράγματα του καιρού του, μιλώντας για κράτος του Αλή Πασά, ενώ άλλοι τον υποβάθμισαν, τονίζοντας μόνο τον «υπηρετικό του ρόλο» στην επανάσταση του 1821.
Με προγόνους ληστές και μπέηδες στην υπηρεσία του Οθωμανικού κράτους (ο προπάππος του ήταν υποδιοικητής του Τεπελενιού και ο πατέρας του, ο Βελή Μπέης, διοικητής του Δελβίνου, με μία δυναμική μητέρα, τη Χάμκω - για την κακοποίηση της οποίας από ισχυρούς Μουσουλμάνους του Γαρδικιού θα πάρει το 1812 εκδίκηση σφάζοντας όλους τους κατοίκους του. Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, εκμεταλλευόμενος άριστα τις περιστάσεις, θα κερδίσει την εύνοια της Πύλης και θα ανέλθει σε ανώτατα αξιώματα της διοικητικής της ιεραρχίας. Αρχικά θα βρεθεί επικεφαλής ένοπλων σωμάτων επιφορτισμένων με τη φύλαξη των δρόμων, αξίωμα πολύ σημαντικό, θα καταλάβει το 1788 τη θέση του αναπληρωτή γενικού επόπτη των δερβενιών και θα πλουτίσει.
Αξιοποιώντας προς όφελός του τις αντιπαλότητες των ξένων δυνάμεων και την ανάγκη της Πύλης να τιθασεύσει τον Κουρτ Πασά του Μπερατιού και τον αποστάτη Μαχμούτ Πασά της Σκόρδας θα αναγνωριστεί απ’ αυτήν ως Πασάς των Ιωαννίνων. H θέση αυτή θα του δώσει τη δυνατότητα να κυριαρχήσει σε όλα τα γειτονικά πασαλίκια. Χρησιμοποιώντας στη διοίκηση του κράτους του τους γιους του Μουχτάρ, Βελή (Πασά του Μοριά, 1805 - 1812, και έπειτα διοικητή της Θεσσαλίας), και Σαλήχ, διοικητή του Αργυροκάστρου, θα επεκτείνει την εξουσία του ως τη Δ. Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Στερεά (με εξαίρεση την Αττική) και βόρεια ως το πασαλίκι της Αχρίδας.
Από τη θέση αυτή θα εξουδετερώσει (με απειλές, εκβιασμούς ή με φαινομενικά νομότυπες μεθόδους) τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους προκρίτους της πόλης, θα δημιουργήσει έναν καλά οργανωμένο κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα στρατό, αποτελούμενο από Αλβανούς και μισθοφορικά σώματα, στον οποίο υπηρέτησαν και Χριστιανοί αρματολοί. Θα επεκτείνει τη γαιοκτησία του σχηματίζοντας με εξωοικονομικές συνήθως διαδικασίες μεγάλα τσιφλίκια. Θα δημιουργήσει ένα ασφαλές οδικό δίκτυο στο πασαλίκι του και θα χρησιμοποιήσει στην υπηρεσία του ικανούς Έλληνες αρματολούς, γραμματικούς, γιατρούς και καπετάνιους.
Ακόμη και ξένους εξισλαμισμένους, προκειμένου να το διοικεί καλύτερα και να ενημερώνεται για όλες τις εξελίξεις. Εκμεταλλευόμενος τη διεθνή συγκυρία την περίοδο των Ναπολεοντείων πολέμων θα κινηθεί με διπλωματική ευστροφία μεταξύ Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων για να προωθήσει τα «γεωπολιτικά του συμφέροντα». Έτσι θα κατορθώσει να καταλάβει το 1798 την Πρέβεζα και το 1819 να αγοράσει από τους Άγγλους την Πάργα. Οι 5.000 κάτοικοί της θα αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στην Κέρκυρα. Μεγάλο εμπόδιο στην επεκτατική του δίψα στάθηκαν οι Σουλιώτες, τους οποίους κατόρθωσε να εξουδετερώσει το 1803. Το 1808 θα καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα του παπά Θύμιου Βλαχάβα.


Στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα η δύναμη του Αλή Πασά θα φθάσει στο απόγειό της. Από τότε όμως αρχίζει και η πτώση του. H Yψηλή Πύλη τον θεωρεί πολύ επικίνδυνο για την ενότητα της Αυτοκρατορίας και τον καθαιρεί από το αξίωμά του. Σουλτανικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον μισητό εχθρό του, μεγάλο βεζίρη Xουρσίτ Πασά, θα εισβάλουν στα Γιάννενα και στις 24 Ιανουαρίου 1822 ο άλλοτε πανίσχυρος Πασάς θα βρει το θάνατο σ’ ένα κελί της μονής του Αγίου Παντελεήμονα στο νησάκι των Ιωαννίνων.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
1744: Γέννηση Αλή Πασά στο Τεπελένι (μεταξύ 1740 - 1750).
1748: Γέννηση της αδερφής του Χαϊνίτσας.
1763: Επικεφαλής ληστρικού σώματος στην Ήπειρο και Θεσσαλία. Σύλληψή του από τον Κουρτ Πασά του Βερατίου. Συγχωρείται και παραμένει στην αυλή του.
1765: Αποτυχημένο συνοικέσιο με την κόρη του Κουρτ Πασά, την Μαριέμ. Επανέρχεται στο ληστρικό επάγγελμα.
1766: Καταφεύγει στην αυλή του Καπλάν Πασά, εχθρού του Κουρτ, στο Αργυρόκαστρο. Παντρεύεται την κόρη του Εμινέ.
1768: Γέννηση του πρωτότοκου γιου του, Μουχτάρ.
1773: Γέννηση του δευτερότοκου γιου του, Βελή.
1784: Θάνατος του Κουρτ Πασά. Αναλαμβάνει γενικός επόπτης (δερβέναγας ) των οδών της Ρούμελης.
1785: Διορίζεται από την Υψηλή Πύλη τοπάρχης του σαντζακίου των Τρικάλων.
1788: Αναλαμβάνει πραξικοπηματικά την διοίκηση του σαντζακίου των Ιωαννίνων, κάνοντας λευκό γάμο με τη Γιαννιώτισσα αρχόντισσα Ζουλέιχα.
1789: Πρώτος αποτυχημένος πόλεμος κατά του Σουλίου. Οι συγκρούσεις κρατούν τέσσερις μήνες. Υποχωρεί με μεγάλες απώλειες.
1790: Επικράτησή του επί των μπέηδων και αγάδων των βόρειων περιοχών της Αλβανίας.
1791: Εκστρατεύει στον Δούναβη, μαζί με άλλα σουλτανικά στρατεύματα, συμμετέχοντας στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο στις παραδουνάβιες περιοχές. Οι Σουλιώτες στην περίοδο της απουσίας του επιδίδονται σε ληστρικές επιδρομές στις πεδινές περιοχές του πασαλικιού των Ιωαννίνων.
1792: Δεύτερος αποτυχημένος πόλεμος κατά του Σουλίου. Σύγκρουση με τους Αλβανούς τοπάρχες του Βερατίου και του Δέλβινου.
1794: Εκστρατεύει με σουλτανική εντολή κατά του αποστάτη της Υψηλής Πύλης, Καρά Μαχμούτ Πασά, τοπάρχη της Σκόδρας, τον οποίο και συντρίβει.
1796: Προσαρτά στην επικράτειά του το βοϊβοδιλίκι της Άρτας.
1797: Συμμετοχή του στην Τουρκική εκστρατεία κατά του εξεγερμένου πασά του Βιδινίου της Βουλγαρίας, Πασβάνογλου. Οι Σουλιώτες βρίσκουν -πάλι- την ευκαιρία και λεηλατούν τις περιοχές γύρω από τα Γιάννενα. Αρχίζει διπλωματική φιλία με το Ναπολέοντα.
1798: Καταλαμβάνει και καταστρέφει την Πρέβεζα, που κατείχαν οι Γάλλοι. Αποτυχημένες εκστρατείες του εναντίον της Λευκάδας και της Πάργας. Διώχνει τους Γάλλους από τη Βόνιτσα και το Βουθρωτό. Επεκτείνει το πασαλίκι του με την προσάρτηση της Νάουσας και της Έδεσσας. Ισοπεδώνει τα χωριά Άγιο Νικόλαο και Νίβιτσα της Χειμάρρας.
1800: Τρίτη αποτυχημένη εκστρατεία κατά του Σουλίου. Ιδρύεται η αυτόνομη Επτάνησος Πολιτεία, που περιλαμβάνει και τις Ηπειρωτικές πόλεις Πάργα, Πρέβεζα, Βουθρωτό και Βόνιτσα. Γεννιέται ο τριτότοκος γιος του, Σαλήχ.
1801: Πνίγει στη λίμνη των Ιωαννίνων τις 17 Γιαννιώτισσες και την Κυρά Φροσύνη.
1802: Τέταρτη εκστρατεία κατά του Σουλίου, το οποίο τελικά συνθηκολογεί. Οι Σουλιώτες εκδιώκονται από τα πατρογονικά μέρη τους.
1803: Ορίζεται από το σουλτάνο «Ρούμελη Βαλεσή» (γενικός διοικητής) της Στερεάς Ελλάδας.
1804: Εγκαθίσταται στα Γιάννενα Αγγλική διπλωματική αντιπροσωπεία. Ο γιος του, Βελής, διορίζεται «Μόρα Βαλεσή» (γενικός διοικητής) της Πελοποννήσου.
1805: Προσαρτά την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα στο κράτος του. Ο περιβόητος François Pouqueville διορίζεται γενικός πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα.
1809: Κίνημα του Βλαχάβα στη Θεσσαλία. Τον συλλαμβάνει και τον θανατώνει.
1810: Νικά και αιχμαλωτίζει το συμπέθερό του Ιμπραήμ Πασά του Βερατίου.
1811: Ο Βελή Πασάς διορίζεται τοπάρχης της Θεσσαλίας.
1812: Εκδικείται τους κατοίκους του Γαρδικιού, οι οποίοι είχαν ατιμάσει τη μάνα και την αδερφή του πριν πολλά χρόνια. Καίει το χωριό τους και εξολοθρεύει 700 Γαρδικιώτες. Το κράτος του επεκτείνεται τώρα σε ολόκληρη, σχεδόν, την Ελλάδα και την Αλβανία.
1814: Νέα αποτυχημένη εκστρατεία του κατά της Πάργας.
1815: Παντρεύεται τη Βασιλική Κίτσου Κονταξή, την περιώνυμη Κυρά Βασιλική.
1819: Αγοράζει την Πάργα από τους Άγγλους και διώχνει τους κατοίκους της.
1820: Ο σουλτάνος τον καθαιρεί και τον παύει από όλα τα αξιώματά του. Ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις τον πολιορκούν στο κάστρο των Ιωαννίνων. Αποφασίζει να αμυνθεί με κάθε τρόπο.
1822: Μετά από πολιορκία 17 μηνών, σκοτώνεται -με δόλο- στις 5 Φεβρουαρίου 1822 από τους Τούρκους στη Νήσο των Ιωαννίνων. Το κομμένο κεφάλι του στέλνεται από το νικητή Χουρσίτ στο σουλτάνο στην Κωνσταντινούπολη. Το ακέφαλο πτώμα του ενταφιάζεται στα Γιάννενα.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Γεννημένος Λήσταρχος
Γενάρχης της οικογένειάς του ή ο πρώτος που έγινε ονομαστός από την οικογένειά του ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Μουσταφά ή Μούτζο Χούσσος, προπάππους του Αλή, αρχηγός ληστρικών ομάδων που δρούσε στην Ανατολία, περί τα τέλη του 17ου αιώνα και απ’ αυτόν η οικογένειά του λεγόταν Μουτζοχουσσάτες η οποία εγκαταστάθηκε στην Αλβανία, προερχόμενη από τη Μικρά Ασία, περίπου 80 χρόνια πριν τη γέννηση του Αλή Πασά. Γιος του Μουσταφά (Μουτζοχουσσάτη) ήταν ο Μουχτάρ (Μουτζοχουσσάτης) που λέγεται, πως είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της Κέρκυρας κατά τον πόλεμο με τους Ενετούς, το 1716. Από αυτή την ενέργεια η Υψηλή Πύλη τον αμνήστευσε για τις ληστρικές δράσεις του που όμως επανέλαβε αργότερα.
Ο γιος του Μουχτάρ εκείνου, ο λεγόμενος Βελής, ήταν ο πατέρας του Αλή Πασά. Ο Βελής, ακολουθώντας τα χνάρια του παππού του αλλά και του πατέρα του, ήταν αρχηγός συμμοριών και είχε υπό την προστασία του τα χωριά Λικλί και Χόρμοβο της Βόρειας Ηπείρου, όπου αφού σκότωσε τους αδελφούς του και τον εξάδελφό του Ισλάμπεη, είχε αναγνωρισθεί από την Πύλη πασάς δύο μικρών περιοχών, λαμβάνοντας και τη θέση του Μουτασερίφη του Δελβίνου, για μικρό όμως διάστημα, μέχρι το θάνατό του. Ο Αλής γεννήθηκε στο Τεπελένι, ένα μικρό χωριό της Αλβανίας, το 1744 (κατά νεότερες έρευνες, αντί 1740 ή 1750, ή 1752 που είχαν υποστηρίξει παλιότεροι βιογράφοι).
Η μητέρα του λεγόταν Χάμκω, ήταν δεύτερη γυναίκα του Βελή, κόρη του Μπέη της Κόνιτσας. Μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1753, που επηρέασε δραματικά την εφηβική του ηλικία, οι κάτοικοι των χωριών, που δυνάστευε ο πατέρας του, εξεγέρθηκαν και οι Γαρδικιώτες συνέλαβαν τη Χάμκω και κακοποιώντας την την υπέβαλαν σε εξευτελιστικά βασανιστήρια, προτού την αφήσουν ελεύθερη. Συμφώνως με συχνές εκμυστηρεύσεις του Αλή, ο πατέρας του, ο Βελής, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε στη γυναίκα του Χάμκω και στα δύο παιδιά του, τον Αλή και την αδελφή του Χαϊνίτσα, ήταν «μια άθλια τρύπα και λίγα χωράφια».

Τα Πρώτα Χρόνια και η Γενική Κατάσταση στην Αλβανία
Εξαιτίας της μοναδικότητας του ονόματος μιας οικογένειας που μετανάστευσε από την Ανατολία στη Ρούμελη και εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι, υπάρχουν ισχυρισμοί που τον θέλουν Τούρκο. Εντούτοις οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι αφού στην πραγματικότητα είναι αποδεδειγμένο ότι καταγόταν από τη νότια Αλβανία. Όποια και να ήταν η καταγωγή του, ο Αλή είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μία περίοδο που οι Αλβανοί τοπικοί άρχοντες αμφισβητούσαν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο Σουλτάνο και είχαν αρχίσει να αποκτούν μεγάλες εκτάσεις γης με αποτέλεσμα οι ντόπιοι αγρότες να χάνουν μέρα με τη μέρα τα χωράφια τους και να καταλήγουν κολίγοι στα νέα τσιφλίκια που δημιουργούνταν.
Και όντως από το τέλος του 17ου αιώνα, με την αρχή της παρακμής της Αυτοκρατορίας και την άνοδο νέων δυνάμεων στη Ευρώπη, η κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους στα Βαλκάνια αποδυναμώθηκε και η δύναμη των τοπικών ηγεμόνων παρουσίασε σημαντική άνοδο. Το κράτος μάλιστα, είχε αρχίσει ήδη να επιτρέπει τη συγκρότηση περιορισμένων εξουσιών μέσα στην ίδια του την επικράτεια, δίνοντας φεουδαρχικούς τίτλους όπως αυτών του πασά, του μπέη και του αγά σε ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων γης και αρχηγούς φυλών πιστών στο Ισλάμ που συνεργάζονταν μαζί του. Δεν θα μπορούσαμε να πούμε βέβαια ότι οι μικρές αυτές τοπικές μονάδες ήταν εξολοκλήρου ανεξάρτητες. 
Στην πραγματικότητα αυτού του είδους η διοικητική δομή στα Βαλκάνια υποστηριζόταν και από το κράτος. Και αυτό γιατί το κράτος καλλιεργούσε σκοπίμως πνεύμα ανταγωνισμού μεταξύ των προαναφερθέντων αρχόντων και φεουδαρχών εμποδίζοντας έτσι μια πιθανή συνένωση των δυνάμεών τους εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Το Οθωμανικό κράτος, αν και χρησιμοποίησε επιτυχώς για πολλά χρόνια αυτήν την πρακτική που θύμιζε την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», δεν μπόρεσε να εξουδετερώσει την πλειονότητα των αντιπάλων του όπως ήταν και ο Αλή Πασάς και να παρεμποδίσει την εμφάνιση ενός ηγεμόνα όπως αυτού, ο οποίος επρόκειτο να αποκτήσει πολύ μεγάλη ισχύ.
Αυτή η διαδικασία που ξεκίνησε τον 18ο αιώνα και συνεχίστηκε τον 19ο άνοιξε το δρόμο για τη διάλυση του τιμαριωτικού συστήματος που ίσχυε παλαιότερα στην Αλβανία καθώς και τη γέννηση μιας φεουδαρχικής τάξης απαλλαγμένης από τη δέσμευση στρατιωτικών υποχρεώσεων. Με άλλα λόγια, οι τοπικοί άρχοντες που ξεκίνησαν τις φεουδαρχικές πρακτικές άρχισαν να μετατρέπουν τις εκτάσεις γης που είχαν υπό τον έλεγχό τους σε ατομική τους ιδιοκτησία. Έτσι, εμφανίστηκαν μέσα σε εκτάσεις γης που ανήκαν στο κράτος ιδιωτικές φεουδαρχικές γαίες με το όνομα «τσιφλίκια». Αρχικά τα τσιφλίκια ήταν περιορισμένης έκτασης.
Ωστόσο, οι φεουδάρχες αγοράζοντας τη γη των φτωχών αγροτών και των λιγότερο ισχυρών προυχόντων αποκτούσαν με τον καιρό ολοένα και πιο μεγάλη ιδιωτική περιουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η ταχύτατη διαδικασία επικράτησης του θεσμού των τσιφλικιών έβλαψε περισσότερο τους αγρότες. Διότι με τις καινούριες συνθήκες οι αγρότες υποχρεώθηκαν σε ενοικίαση της γης ή σε εργασία υπό το καθεστώς του κολίγου. Την ίδια στιγμή οι πρόσοδοι των φεουδαρχών αυξάνονταν. Έτσι, ένας κάτοχος τσιφλικιού έπαιρνε ενίοτε το ένα τρίτο από τα έσοδα όσων εργάζονταν σε αυτό, ενώ καμιά φορά καρπώνονταν ακόμη και το μισό των εσόδων. 
Αυτό το κέρδος αποτελούσε πηγή ενός πολύ πιο προνομιακού εισοδήματος σε σύγκριση με αυτό που έπαιρνε ένας τιμαριούχος από το λαό. Παράλληλα με τη εξάπλωση του θεσμού των τσιφλικιών εντάθηκαν και οι προσπάθειες πολλών μεγαλογαιοκτημόνων να αυξήσουν τις περιουσίες τους: οι Αλβανοί προύχοντες ανταγωνίζονταν για να εδραιώσουν την πολιτική και οικονομική τους ανωτερότητα. Έτσι, όχι μόνο δημιουργήθηκαν έχθρες που άνοιγαν το δρόμο στην αναρχία αλλά δημιουργήθηκε και ένα περιβάλλον συγκρούσεων και αυθαιρεσίας. 
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον που διήρκησε μερικές δεκαετίες, οι φεουδάρχες με σκοπό τη διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους προέβησαν σε εκτεταμένες μετατροπές εκτάσεων σε τσιφλίκια καθώς και σε λεηλασίες και σφαγές σε βάρος μεγάλων χωριών· στρατολόγησαν ένοπλες ομάδες και χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία μέσω αυτών. Παρά τις συνεχείς τους προσπάθειες εναντίον αυτών των ομάδων, αγρότες και χωρικοί δεν κατάφεραν να διασώσουν τις περιουσίες τους: οι κάτοικοι μεγάλων χωριών αναγκάστηκαν να πληρώνουν στους φεουδάρχες μεγάλο μέρος των εσόδων τους. Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, κατά το τέλος της διαμάχης των τοπικών αρχόντων για την εδραίωση της επιρροής τους, εμφανίστηκαν δύο ισχυρά «Πασαλίκια».


Το Πασαλίκι της Σκόδρας με διοικητή τον Μεχμέτ Μπουσάτι και το Πασαλίκι των Ιωαννίνων υπό τη διοίκηση του Αλή Πασά του Τεπελενλή. Τα πασαλίκια δεν αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές μονάδες του οθωμανικού διοικητικού συστήματος, ωστόσο μπορούν να θεωρηθούν πολιτικές οντότητες που είχαν ντε φάκτο υπό την διοίκησή τους μια γεωγραφική περιοχή του κράτους και ένα ημιανεξάρτητο χαρακτήρα στο εσωτερικό του. Οι διοικητές των πασαλικιών υπόκειντο απευθείας στο Σουλτάνο αφού οι εξουσίες των πασάδων ορίζονταν χάρη στο κράτος και το Σουλτάνο. 
Άλλωστε, μπορούσαν να δρουν ως διοικητές ενός ανεξάρτητου κράτους περιορισμένου στα δικά τους γεωγραφικά όρια αναγνωρίζοντας ξεχωριστά την εξουσία του Σουλτάνου και αποστέλλοντας δώρα και φόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλή Πασάς ο Τεπελενλής πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στο περιβάλλον αναρχίας και συγκρούσεων που περιγράφηκε παραπάνω. Ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν εννέα χρονών και έτσι ανατράφηκε από τη μητέρα του Χάνκο (Χάμκο), μια άπληστη και μοχθηρή γυναίκα. Ο Αλή σε νεαρή ηλικία εισήλθε στην υπηρεσία των ισχυρότερων πασάδων της περιοχής. Πρώτα υπηρέτησε κοντά στον Πασά του Ευρίπου και στη συνέχεια διπλά στον Κουρτ Πασά του Μπερατίου. 
Αργότερα, απομακρύνθηκε από τον Κουρτ Πασά και βρέθηκε δίπλα στον Καπλάν Πασά του Δελβίνου. Στα 1768 παντρεύτηκε την κόρη του Καπλάν Πασά. Πριν περάσει πολύς καιρός, και για να αποκτήσει τη επιρροή και θέση του πεθερού του, ο Αλή με ένα σωρό δολοπλοκίες έφτασε στο στόχο του. Αφού εξόντωσε τον πεθερό του ήλπιζε ότι θα έπαιρνε τη θέση του αλλά μόλις ο γιος του Καπλάν ο Αλή διορίστηκε διοικητής στο Δέλβινο, οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. 

Τα Χρόνια της Νιότης
H καταγωγή του Αλή Πασά χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Ο ίδιος απέφευγε να ομιλήσει για τους προγόνους του και ανέφερε μόνον την μάνα του. Γύρω στα 1600 ένα ασήμαντο θρησκευτικό ίδρυμα, στην Κιουτάχεια, της Μικράς Ασίας είχε μεταξύ των μελών του και έναν περιπλανώμενο τυχοδιώκτη δερβίση, τον Ναζίφ, ο οποίος ήταν εξισλαμισμένος Χριστιανός. Αυτός βίασε ένα κορίτσι, αδίκημα που τιμωρείται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με θάνατο. Έτσι έφυγε -κρυφά- από τον τόπο του και κατέληξε στα Βαλκάνια, αλήτης και επαίτης, ώσπου κατέφυγε στο Τεπελένι, όπου και αποφάσισε να μείνει. Γρήγορα οργανώθηκε και δημιούργησε μια συμμορία ένοπλων που λεηλατούσε τα φτωχά χωριά της περιοχής.
Οι ντόπιοι όμως τον ήθελαν, σαν διερμηνέα, επειδή μιλούσε και τη γλώσσα τους και την Τουρκική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοικειωθούν μαζί του, να τον δεχτούν στην κοινωνία τους και τελικώς να τον παντρέψουν με μια, ευγενικής καταγωγής, κοπέλα της περιοχής τους. Ο Ναζίφ απέκτησε έναν γιο, τον Χουσεΐν, που παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου «μπέη», η οποία, επειδή ήταν κουτσή, δεν μπορούσε να βρει γαμπρό. Στη ζωή έφερε ένα αγόρι, που το έβγαλε Μουσταφά, και ο οποίος απέκτησε τον βαθμό του «μπέη». Όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, έκανε τον διερμηνέα, στο Τεπελένι. Τα κατάφερε θαυμάσια και έγινε πρόσωπο με υπόληψη -ο πρώτος μετά τον άρχοντα της περιοχής.
Πεθαίνοντας άφησε έναν γιο και δυο εγγόνια, το πρωτότοκο από τα οποία, ο Μουχτάρ, δεν ήταν άλλος από τον παππού του μετέπειτα Βεζίρη των Ιωαννίνων. Αυτός μπήκε στην υπηρεσία του σουλτάνου και πήρε μέρος, στα 1716 -στην πολιορκία της Κέρκυρας- από τους Οθωμανούς. Πιάστηκε αιχμάλωτος και κρεμάστηκε από τους Βενετσάνους υπερασπιστές του νησιού, υπό τον ναύαρχο Johann Schulenburg. Με τον θάνατό του, στον πόλεμο εναντίον των «άπιστων», ο παππούς πήρε τον τίτλο «μάρτυρας της πίστης». Ο Μουχτάρ είχε τρεις γιους, ο μικρότερος από τους οποίους, Βελής -που ήταν νόθος- είναι ο πατέρας του Αλή Πασά.
Για τα παιδικά χρόνια του Αλή είναι γνωστό ότι ήταν πολύ ανήσυχος, του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες και γι’ αυτές εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφερόταν στα βουνά. Έτσι τα λίγα γράμματα που έμαθε, τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Είναι γεγονός, πως ο Αλή ανατράφηκε από τη μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του και μάλιστα, κατά τη συνήθη έκφραση του Αλή, αναγνώριζε, πως εκείνη τον έκανε «άντρα και Βεζίρη». Αυτός εκδιώχτηκε από τους δύο αδερφούς του και έτσι αναγκάστηκε να βγει στα βουνά και να ακολουθήσει το πατροπαράδοτο «επάγγελμα» του ζωοκλέφτη.
Όταν, μετά από αρκετά χρόνια, έγινε πλούσιος και ισχυρός γύρισε στο Τεπελένι και εκδικήθηκε τους δύο αδερφούς του, καίγοντάς τους ζωντανούς, μέσα σε μια καλύβα. Ο κύκλος του αίματος της φοβερής οικογένειας είχε αρχίσει. Κληρονομώντας ο Βελής την περιουσία τους, κατάφερε να ονομαστεί «πρώτος αγάς» του Τεπελενίου. Επειδή όμως η μητέρα των άλλων δύο νόμιμων, παιδιών του, δεν καταγόταν από μεγάλη οικογένεια, κατάφερε να παντρευτεί -σε δεύτερο γάμο- την περίφημη Χάμκω (ή Χάνκω), κόρη του ισχυρού μπέη της Κόνιτσας, του Ζεϊνέλ. Ήταν η μόνη επιτυχία στην ασήμαντη ζωή του.
Έτσι, ο Βελής, συνδέθηκε με μερικές από τις πρώτες οικογένειες της Αρβανιτιάς και με εξέχοντα πρόσωπα, όπως τον Κουρτ Πασά του Μπερατιού, ο οποίος ήταν συγγενής της νέας γυναίκας του. Όμως τελικά δεν πέτυχε στους στόχους του, γιατί ήταν ανίκανος και μαλθακός και έτσι όχι μόνο δεν μπόρεσε να κρατήσει την περιουσία που κληρονόμησε, αλλά πέθανε πάμπτωχος το έτος 1753, σε ηλικία 53 ετών. Με την Χάμκω απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλή το 1744 -μάλλον- και τη Χαϊνίτσα, το 1748. Όταν πέθανε, ο πρώτος ήταν εννέα χρόνων, και η δεύτερη πέντε. «Όταν πέθανε ο πατέρας μου», συνήθιζε να λέει αρκετά χρόνια αργότερα ο Αλής, «δεν μου άφησε τίποτε άλλο, παρά μιαν άθλια τρύπα, λίγα χωράφια, εξήντα παράδες και ένα τουφέκι».
Στα δέκα του χρόνια ήταν πλέον ανυπότακτος. Από την παιδική του ακόμη ηλικία έδειξε όχι μόνον μεγάλη ανησυχία και ενεργητικότητα, αλλά και -επίσης- κάποιο είδος νευρικής ευαισθησίας, ασυνήθιστης για τους Αρβανίτες. Πάντοτε επιδίωκε να φεύγει από το πατρικό του σπίτι, και να περιπλανιέται στα βουνά και στα δάση. Παρόλο που ο πατέρας του είχε προσλάβει ένα δάσκαλο για να του μάθει γράμματα, αυτός έτρεχε συνεχώς έξω και έμαθε να διαβάζει παρά μόνον αφού πιέστηκε από τη μάνα του. Ο θρύλος λέει ότι φοίτησε για λίγο και στο Ελληνικό Σχολείο της Βήσσιανης του Πωγωνίου των Ιωαννίνων. Μετά τον θάνατο του Βελή, η Χάμκω ανέλαβε η ίδια την αρχηγία της φαμίλιας.


Πήρε τα άρματα και συγκρότησε συμμορία, ξαναμάζεψε τους ένοπλους του μακαρίτη άντρα της και βγήκε στα βουνά, όπου μοιραζόταν μαζί τους τούς κινδύνους και τις δοκιμασίες, μαχόταν και λήστευε πρώτη και καλύτερη. Συγχρόνως, αδίστακτη όπως ήταν, προκειμένου να προστατέψει τα συμφέροντα των δικών της παιδιών δολοφόνησε, με δηλητήριο, τα δυο αγόρια του πρώτου γάμου του άντρα της. Ένα σύνηθες, πλέον, άγριο φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε πιο έντονα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και υιοθετήθηκε ακόμη, σε μεγαλύτερο βαθμό, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μαζί της είχε τον μικρό Αλή ο οποίος και έδειξε ιδιαίτερη ικανότητα, στο να κλέβει πρόβατα και γίδια, ενώ άρχισε να οργανώνει και ληστρικές επιδρομές στα γειτονικά χωριά. Στα δεκαοχτώ του χρόνια ο Αλής άρχισε την επίσημη ληστρική σταδιοδρομία του, με προτροπή της μάνας του, η οποία ήξερε ότι η ανάδειξη στη στρατιωτική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας περνούσε μέσα από την παρανομία. Ανίσχυρη η Πύλη να υποτάξει τους ποικιλόνυμους αντάρτες αναγκαζόταν συχνά να συμβιβάζεται, και να παραχωρεί προνόμια και αξιώματα στους λήσταρχους, για να τους έχει στην υπηρεσία της.
Ο νεαρός Αλής -με την ένοπλη συμμορία του- έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος, σε ολόκληρη την Αρβανιτιά και, κυρίως, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ακόμη και την Εύβοια. Έπεφτε με λύσσα επάνω στα ανυπεράσπιστα χωριά, και σκότωνε οποιονδήποτε τολμούσε να του αντισταθεί, ενώ χτυπούσε αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Το όνομά του αρχίζει να περιβάλλεται με μυθική διάσταση. Οι κοτζαμπάσηδες δεν τολμούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Τότε αποφάσισε να επέμβει ο πανίσχυρος Κουρτ Πασάς του Μπερατιού, που ήταν ο επικεφαλής όλης της αστυνομίας της δυτικής Αλβανίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου (Κουρτ σημαίνει «λύκος» στα Τουρκικά και πήρε το όνομα αυτό για την τόλμη και την πολεμική του επιδεξιότητα).
Τα σχέδια του Κουρτ Πασά επέτυχαν. Άπειρος από πολεμικές επιχειρήσεις ο Αλής έπεσε εύκολα στις παγίδες που του έστησε ο πολυμήχανος αντίπαλος και γρήγορα αυτός και η συμμορία του βρέθηκαν αιχμάλωτοι στα μπουντρούμια του Μπερατιού. Όλοι οι σύντροφοι του Αλή κρεμάστηκαν. Ο «Λύκος» τον άφησε τελευταίο. Όταν όμως τον είδε -από κοντά- εντυπωσιάστηκε από τα πλούσια ξανθά μαλλιά του, τα γεμάτα σπιρτάδα μάτια του, το διάφανο δέρμα του και τις εύστοχες απαντήσεις του. Ο Αλής ήταν τότε μόλις 24 χρόνων. Έτσι αντί να τον εκτελέσει σκέφτηκε να τον κάνει γαμπρό του και να τον παντρέψει με την κόρη του - την πανέμορφη Μαριέμ.
Άλλωστε η μάνα του είχε και μακρινή συγγένεια με τον Κουρτ Πασά και τον προώθησε, με τον τρόπο της. Ο Αλής ενθουσιάστηκε με την πρόταση. Όμως, για κακή του τύχη, την κρίσιμη ημέρα εμφανίστηκε στο σεράι ο πάμπλουτος και γοητευτικός Ιμπραήμ Πασάς, της Αυλώνας, και εζήτησε και αυτός τη Μαριέμ. Ο «Λύκος» προτίμησε να τη δώσει σε έναν άντρα καλύτερης καταγωγής, όπως ήταν ο Ιμπραήμ. Ο Αλής πληγώθηκε αφάνταστα και καταλήφθηκε από ένα τόσο σκληρό μίσος προς τον Ιμπραήμ που κράτησε για όλη του τη ζωή. Φαρμακωμένος έφυγε από το Βεράτι ντυμένος με ρούχα ζητιάνου.
Συγκρότησε νέα συμμορία στα βουνά και επανέλαβε με μεγαλύτερη ορμή και απίστευτη ωμότητα τις επιδρομές και τις αρπαγές, παίρνοντας έτσι την εκδίκησή του εναντίον του Κουρτ Πασά που τον είχε απορρίψει ως γαμπρό του, για την κόρη του Μαριάμ. Όταν ξανάρχισε τις τρομερές του ληστρικές επιχειρήσεις, ο Πασάς του Μπερατιού εξαγριώθηκε και δεν τον άφησε σε χλωρό κλαρί. Είχε απηυδήσει από τη συμπεριφορά του και έστειλε ισχυρές δυνάμεις να τον εξοντώσουν. Τότε ο Αλής ζήτησε καταφύγιο στο Αργυρόκαστρο, όπου είχε την έδρα του ο Καπλάν Πασάς του Δέλβινου, ορκισμένος αντίπαλος του Κουρτ-Λύκου.
Εκείνος όχι μόνο τον δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες αλλά τον έκανε γαμπρό του, δίνοντάς του για γυναίκα την κόρη του Εμινέ, που ήταν γνωστή με το «γλυκόηχο» όνομα Ούλ Γκιουλσούμ. Ο γάμος έγινε στο Αργυρόκαστρο το 1768 με μεγάλη λαμπρότητα. Ο Αλής ήταν 25 χρόνων. Όμως το διαστροφικό μυαλό του δούλευε σατανικά. Έτσι σύντομα κατηγόρησε ψεύτικα και κρυφά τον πεθερό και ευεργέτη του, στην Υψηλή Πύλη, ότι δήθεν είχε πάρει μέρος στην επανάσταση της Χειμάρρας, που είχε συγκλονίσει εκείνη την εποχή την περιοχή αυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η καταγγελία έγινε πιστευτή, και ο Καπλάν αποκεφαλίστηκε. Ο νεαρός Αλής περίμενε την ανταμοιβή του, όμως απογοητεύτηκε.
Πασάς του Δέλβινου τοποθετήθηκε ο πρωτότοκος γιος του Καπλάν, ο Αλήμπεης, που ήταν ήδη συγχρόνως γαμπρός και κουνιάδος του, αφού είχε παντρευτεί την αδερφή του Χαϊνίτσα, μετά από συνοικέσιο που έκανε ο ίδιος. Μάλιστα με τη Χαϊνίτσα είχε ήδη αποκτήσει και δυο παιδιά, τον Ελμάζ και τη Χασμιέ, ανίψια του Αλή. Ο πανούργος γιος της Χάμκως κατάφερε να κάνει όργανό του το 16χρονο αδερφό του Αλήμπεη, Σουλεϊμάν, τον οποίο έπεισε να τον δολοφονήσει, αφού προηγουμένως δεν πέτυχε να πείσει την Χαϊνίτσα να δηλητηριάσει τον άντρα της. Και το αποκορύφωμα ήταν ότι την πάντρεψε τελικά με τον δολοφόνο του συζύγου της, που ήταν και κουνιάδος της.
Πάντως η έλλειψη γραπτών μαρτυριών για την παιδική και εφηβική ηλικία του Αλή, δεν επιτρέπει καμιά βεβαιότητα αναφορικά με τα πρώτα είκοσι περίπου χρόνια της πορείας του. Η χρησιμότητα κάθε προσπάθειας να συνδυαστούν οι ποικίλες αφηγήσεις πάνω στη νεανική του ζωή -και αυτές υπεραφθονούν- σε μια ιστορία, με συνέπεια και συνοχή, ακυρώνεται από τις σφοδρές αντιθέσεις, τις ασυμφωνίες και τις αντιφάσεις. Ο περιηγητής T.S. Hughes, που κατέβαλε ιδιαίτερο κόπο και φροντίδα να ανασυνθέσει τα γεγονότα γράφει:
«Το πρώτο μέρος αυτής της άγριας και ρομαντικής ιστορίας δεν ημπορεί ποτέ να περιγραφεί -με ακρίβεια και αυθεντία- εφ’ όσον στηρίζεται, σχεδόν εντελώς, επάνω σε προφορικές παραδόσεις και διηγήσεις, οι οποίες έχουν περισυλλεχτεί έπειτα από μεγάλη μεσολάβηση χρόνου. Αν και έχω μελετήσει -προσεκτικά- περίπου πενήντα τέτοιες αφηγήσεις, εν τούτοις ποτέ δε συνάντησα δυο που να συμφωνούν μεταξύ τους, ούτε στην σχέση των διαφόρων γεγονότων, ούτε στην ανάπτυξη των δεδομένων».


Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων, για την περίοδο των εφηβικών χρόνων του Αλή, δεν επιτρέπει σε κανένα να αναφερθεί στην περίοδο αυτή. Έτσι εικάζεται, πως μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλή είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος, πλέον, μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες, ληστές με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Είναι όμως φανερό ότι, παρόλο, που η γενεαλογία του Πασά υποτιμάται και απαξιώνεται -αρκετές φορές- από τους βιογράφους του, εντούτοις φαίνεται ότι αποτελούσε μέλος της «ανώτερης» σειράς της Μουσουλμανικής αριστοκρατίας της Αλβανίας, γιατί ο πατέρας του και ο θείος του ήταν όχι μόνο Πασάδες, αλλά χρημάτισαν και επαρχιακοί διοικητές. Σε ένα υπόμνημα, του 1783, του Γεωργίου Δημητρίου, πρώην προεστού του Αργυροκάστρου, προορισμένο για την Αυλή των Αψβούργων, ο Αλής χαρακτηρίζεται σαν «καταγόμενος από την πλέον αρχοντική γενιά των Τόσκηδων και μια από τις πρώτες οικογένειες της Ηπείρου». Άλλωστε και η μητέρα του Χάμκω, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν από μεγάλο τζάκι της Κόνιτσας.

Πρώτες Δραστηριότητες
Από τα 14 χρόνια του, οργάνωνε ληστείες, άρπαζε πρόβατα και κατσίκια και λεηλατούσε ολόκληρα χωριά. Στο χέρι του κρατούσε, πάντοτε, ένα τσεκούρι (Αλής-Τσεκούρας ήταν το παρατσούκλι του, εκείνη την εποχή). Οι επιδρομές του -κατά κανόνα- ήταν πάντοτε επιτυχείς. Υπήρξε ένας από τους καλύτερους καβαλάρηδες, τους ταχύτερους δρομείς και από τους ικανότερους σκοπευτές. Μόνον για μια φορά συνάντησε σθεναρή αντίσταση και αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι του άπραγος και απελπισμένος. Τότε η μητέρα του θύμωσε και του είπε «καλύτερα θα ήταν να πάρεις μια ρόκα και να γνέθεις, παρά να ασχολείσαι με τα όπλα και η θέση σου είναι στο χαρέμι και όχι στα βουνά».
Στο «επάγγελμά» του επέδειξε ενεργητικότητα, επιμονή, ασυνειδησία, και σκληρότητα. Λόγω της ληστρικής του αυτής δράσης συνελήφθη από τον πασά του Μπερατίου, Κουρτ Αχμέτ, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές, υπόσχεση την οποία όμως δεν κράτησε, διότι, όπως λέγεται, ο πασάς αρνήθηκε να του δώσει για σύζυγο την κόρη του. Έπειτα λόγω της σκληρής καταδίωξης που αντιμετώπισε, κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου του οποίου την κόρη (Εμινέ) παντρεύτηκε το 1768, μνηστεύοντας παράλληλα και την αδελφή του Χαϊνίτσα με το μεγαλύτερο γιο του Καπλάν. Από αυτό τον γάμο ο Αλή απέκτησε και τους δυο του γιους, το Μουχτάρ (1769) και το Βελή (1773).
Μέσω διαφόρων δολοπλοκιών κατάφερε να εξοντώσει τόσο το πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού Σελήμ, χωρίς όμως να καταφέρει να διοριστεί Πασάς, ενώ εκδικήθηκε τους κατοίκους του Χορμόβου και του Λικλίου οι οποίοι είχαν, πριν από χρόνια, ατιμάσει την μητέρα του. Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία. Όμως το 1787, όταν διορίστηκε πασάς των Τρικάλων, καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή.

Η ΓΕΝΝΕΤΗΡΑ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλή Πασάς γεννήθηκε σε τόπο άγριο και φτωχό, την Αλβανία, την «Χώρα των Αετών». Το αφιλόξενο και σκληρό περιβάλλον έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Η Αλβανία την εποχή εκείνη -μέσα 18ου αιώνα- ήταν μια τυπική επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, διατήρησε μια ανεξάρτητη και αυτόνομη φυσιογνωμία κάτω από το σκήπτρο του Χριστιανού ηγεμόνα της Γεωργίου Καστριώτη - Σκεντέρμπεη (1405 - 1468), ο οποίος απέκρουσε επιτυχώς τις Τουρκικές επιθέσεις. Μετά το θάνατό του οι Τούρκοι επιβλήθηκαν και την ενσωμάτωσαν το 1478.
Μέχρι τότε οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, λίγο-λίγο όμως άρχισαν να ασπάζονται τον Ισλαμισμό, για να αποφύγουν την υποχρεωτική στρατολόγηση και να απολαμβάνουν τα φορολογικά -τουλάχιστον- πλεονεκτήματα του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Παράλληλα άρχισαν να μετακινούνται συνεχώς προς άλλες περιοχές, ακόμη και τα ελληνικά νησιά, για μόνιμη εγκατάσταση. Το 1820 ο ιστορικός George Finlay έκανε μια έρευνα και διαπίστωσε ότι οι Αλβανοί είχαν εποικήσει μεγάλο μέρος της Ελλάδας: «Αλβανοί κατέχουν ολοσχερώς το μεγαλύτερο μέρος της Βοιωτίας, το νότιο της Άνδρου, όλη τη Σαλαμίνα, και μέρος της Αίγινας.
Στην Πελοπόννησο είναι πολυάριθμοι. Κατέχουν ολόκληρη την Κορινθία και Αργολίδα, καθώς και τμήματα της Αρκαδίας και Αχαΐας. Η αξιολογότερη μερίδα του Αλβανικού πληθυσμού στην Ελλάδα είναι οι 20.000 κάτοικοι της Ύδρας και οι εμποροπλοίαρχοι του Πόρου και του Κρανιδίου. Επιφανέστερος όλων ο Λάζαρος Κουντουριώτης». Οι Αλβανοί αυτοαποκαλούνταν Σκιπητάρηδες, ενώ οι Τούρκοι τους έλεγαν Αρναούτηδες, οι Έλληνες Αρβανίτες, οι Σλάβοι Αρμπανάς και οι Γκέγκηδες Αρμπιναίους. Μισούσαν και περιφρονούσαν -όσο τίποτε άλλο- τους Τούρκους. Με τους Έλληνες ζούσανε αρμονικά. Η θρησκεία τους ουδεμία επίδραση είχε στους περισσότερους. Θεός τους ήταν ο χρυσός και τα λάφυρα.
Η φιλαργυρία τους ατελείωτη. Για τα χρήματα και μόνο ήταν πρόθυμοι να υπηρετήσουν οποιονδήποτε. Οι γαιοκτήμονες ήταν καπεταναίοι και αρχηγοί, ενώ οι της κατώτερης τάξης αγρότες, κτηνοτρόφοι και ληστές. Όλοι όμως θεωρούσαν δικαίωμά τους να οπλοφορούν, ενώ οι φυλές μεταξύ τους βρίσκονταν σε ατέλειωτες εχθροπραξίες, σε πείσμα της εξουσίας των τοπικών Πασάδων και της κυριαρχίας του σουλτάνου. Οι Αλβανοί είναι ο μοναδικός λαός ο οποίος έχει φυλετική συγγένεια και κοινή καταγωγή με τους Έλληνες. Οι Αλβανοί φορούσαν τη φουστανέλα -όπως και οι άλλοι λαοί των βόρειων Βαλκανίων- αιώνες πριν αυτή καθιερωθεί σαν εθνική στολή των Ελλήνων.
Ήδη σε έγγραφο του 1355, πιστοποιείται η ύπαρξή της στην Αρβανιτιά, ενώ η ονομασία της προέρχεται από το Ιταλικό fustagno. Στην Ελλάδα εμφανίστηκε με την ομαδική Αρβανίτικη μετανάστευση του 16ου και 17ου αιώνα. Οι Υδραίοι - Αρβανίτες Κουντουριώτηδες την έκαναν μόδα στο Μοριά, ενώ η Ρούμελη είχε προηγηθεί. Στα Γιάννενα του Αλή όλοι οι αρματολοί του -Έλληνες και Αρβανίτες- και οι γιοι του φορούσαν φουστανέλα, ενώ ο ίδιος όχι. Στην Ελλάδα η φουστανέλα καθιερώθηκε ως επίσημη εθνική ενδυμασία μόλις το έτος 1834 από το βασιλιά Όθωνα. Στην προεπαναστατική Ελλάδα η φουστανέλα δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το ρομαντικό λευκό ένδυμα, που η Ελληνική λαϊκή παράδοση δημιούργησε.


Ο περιηγητής W. M. Leake σημειώνει το 1810 στα Γιάννενα: «Η Αρβανίτικη αυτή φορεσιά είναι όμορφη μόνον όταν είναι καινούργια και καθαρή. Οι αξιωματικοί του Αλή ξεχωρίζουν από τους στρατιώτες από τις καθαρότερες φουστανέλες. Οι τελευταίοι την αφήνουν λερωμένη ώσπου να λειώσει επάνω τους. Είναι εντελώς βρώμικη και λιγδιασμένη με χοιρινό λίπος, για να είναι αδιάβροχη. Χρησιμοποιούν τις δίπλες της σαν προσόψι, μαντήλι και πατσαβούρα για να καθαρίζουν το σώμα, τα όπλα και τα μαχαίρια τους. Υπάρχουν φουστανέλες ακόμη και με 500 δίπλες, που για να γίνουν χρειάζονται ολόκληρο τόπι υφάσματος».
Κάτω από τη φουστανέλα οι Έλληνες τσολιάδες (τσολιάς σήμαινε αυτός που φοράει τσόλια, δηλ. κουρέλια) δεν φορούσαν εσώρουχο - σε αντίθεση με τους Αρβανίτες. Είναι γνωστό το επεισόδιο του Καραϊσκάκη με τον Αλή. Σε κάποια γιορτή στα Γιάννενα, σέρνοντας πρώτος το χορό, την στιγμή που έφερε γύρους άθελά του η φουστανέλα του ξεσκέπασε τα απόκρυφα μέρη του. Ο παριστάμενος γιος του Βεζίρη, ο Μουχτάρ, που θεώρησε προσβλητικό το κάμωμα του «γύφτου» -όπως έλεγαν τον Καραϊσκάκη για τη μαυρίλα του- παραπονέθηκε στον πατέρα του. Όταν αυτός κάλεσε τον Καραϊσκάκη να απολογηθεί, εκείνος για να αποδείξει ότι ήταν συμπτωματικό ξανάκανε το κάμωμα μπροστά στον αφέντη του.
Γελώντας ο Αλής του τη χάρισε, αφού στάθηκε και ο ίδιος μάρτυρας των αποκαλύψεων της φουστανέλας του Καραϊσκάκη, ο οποίος όμως είχε στις μάχες μαζί του ένα «παλιόβρακο», γνωστό με το όνομα «Κατερίνα», το οποίο υποχρέωνε να φοράνε όσοι από τους άντρες του έδειχναν φόβο και δειλία στον πόλεμο.

Η ΘΗΡΙΩΔΗΣ ΜΑΝΑ ΧΑΜΚΩ
Η μητέρα του Χάμκω (Εsmihan Hanim στα Αλβανικά), ήταν η κόρη του ισχυρού τοπικού μπέη της Κόνιτσας, Ζεϊνέλ-Μπέη. Έχουν γραφτεί πολλά για αυτήν. Όλοι συμφωνούν ότι επρόκειτο για ισχυρή προσωπικότητα. Στα νιάτα της λέγεται ότι ήταν πολύ όμορφη. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της και τα γαλάζια μάτια της -που κληρονόμησε και στον Αλή- έκαναν πολλές αντρικές καρδιές να κτυπήσουν, αυτή όμως προτίμησε για εραστή της ένα γεροδεμένο Χριστιανό Αρβανίτη, τον Τσαούς Πρίφτη, τον οποίο σπίτωσε στην οικογενειακή της στέγη, αδιαφορώντας για την παρουσία του συζύγου της, τον οποίο καθόλου δεν υπολόγιζε. Μετά από το θάνατο του τελευταίου, και αφού δηλητηρίασε τα δύο παιδιά του από τον πρώτο του γάμο, ανέλαβε τα ηνία της οικογένειας.
Από μικρή έμαθε να ιππεύει και να χειρίζεται τα όπλα. Οργάνωσε δικό της σώμα κλεφτών και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των χωριών του Τεπελενίου. Την είπαν μοχθηρή, ακόλαστη, δόλια, θηριώδη, πλεονέκτρια και πόρνη. Όταν αυτή που έπλασε τον Αλή σαν τον μελλοντικό σατράπη, όντας σκληρή και απαιτητική απέναντί του. Απείθαρχη και περήφανη πέταξε το φερετζέ και πήρε το τουφέκι. Η Χάμκω πέθανε στο σεράι της στο Τεπελένι το 1792 σε ηλικία 67 ετών, πιθανόν από καρκίνο της μήτρας. Ο Pouqueville γράφει ότι άφησε ιδιόχειρη διαθήκη στα Ελληνικά, όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε πιστοποιήθηκε ιστορικά.
Ορισμένοι την παρομοιάζουν με την Ολυμπιάδα, την ηπειρώτισσα μητέρα του Αλέξανδρου, σε ό,τι αφορά τη σκληρότητα, την εκδικητικότητα, τη φιλοδοξία και τη δολοπλοκία. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά, που την παρουσιάζει εντελώς διαφορετική. Ο Κονιτσιώτης ιστορικός συγγραφέας Γιάννης Λυμπερόπουλος υποστηρίζει ότι «την διέκριναν η αγάπη προς τον απλό λαό, Χριστιανικό ή Μουσουλμανικό, ο σεβασμός προς την Χριστιανική θρησκεία, η μεγάλη αναγνώριση της παιδευτικής αξίας της Ελληνικής γλώσσας, η εκτίμησή της προς τις δυνατότητες που είχαν οι Έλληνες, το μίσος προς τους τοπικούς αγάδες και μπέηδες που λυμαίνονταν τα χωριά κλπ».
Και εδώ ισχύει ότι και για τα πρώτα χρόνια του Αλή. Όλα προέρχονται από αφηγήσεις, γιατί κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της, όσο αυτή ζούσε.

Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΑΔΕΡΦΗ ΧΑΪΝΙΤΣΑ
Ο Αλή Πασάς είχε μόνο μια αδερφή, τη Χαϊνίτσα (ή και Σαχνισά), που την περνούσε τέσσερα χρόνια. Οι δυο τους έμοιαζαν τόσο στη σωματική εμφάνιση, όσο και στα ψυχικά χαρακτηριστικά. Η Χαϊνίτσα διέθετε σπάνια ευφυΐα, ήταν σατραπική και αιμοβόρος αλλά και πολύ περήφανη και εγωίστρια. Ήταν άγρια και αδίστακτη, σαν τη μάνα της. Συζητούσε με τον αδερφό της για τα προβλήματά του και του πρότεινε πάντοτε λύσεις. Αυτός κάποτε της είπε αστειευόμενος: «Εσύ, Σαχνισά, αν ήσουνα άντρας θα με ξεπερνούσες». Σε ηλικία 20 ετών την πάντρεψαν με τον Αλή Μπέη, από τον οποίο απέκτησε τον Ελμάζ και την Χασμιέ. Μετά τη δολοφονία του από τον αδερφό του Σουλεϊμάν παντρεύτηκε το δεύτερο και γέννησε μαζί του τον Αδέμ και δυο κόρες.
Ο πρωτότοκος Ελμάζ στα 1805 -σε ηλικία 30 ετών- ανέλαβε κυβερνήτης των Τρικάλων, λίγο καιρό όμως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προσβλήθηκε από ευλογιά και απεβίωσε. Η Χαϊνίτσα επειδή θεώρησε ότι ο θάνατος του γιου της οφειλόταν σε λάθη και αμέλεια του γιατρού, διέταξε τον απαγχονισμό του, εκείνος όμως πρόλαβε και διέφυγε. Ο Ελμάζ είχε μια κόρη η οποία παντρεύτηκε τον ξάδερφό της Σελήμ, τον γιο του Βελή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1809, πέθανε και ο εικοσάχρονος δεύτερος γιος της Αδέμ από φυματίωση στα Γιάννενα. Η Χαϊνίτσα τότε έφτασε στα όρια της παραφροσύνης και αφού πρώτα επιχείρησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στην λίμνη των Ιωαννίνων, αποσύρθηκε στο σεράι της στο Λιμπόχοβο.
Βυθίστηκε σε βαθύτατο πένθος, υποχρέωσε όλες τις γυναίκες της αυλής της να κάνουν το ίδιο και επέβαλε στη χήρα του γιου της να κοιμάται επάνω σε ένα σκληρό στρώμα, στο έδαφος. Κατέκαψε τα ωραία ρούχα και τις γούνες της, κατακομμάτιασε -με σφυρί- τα κοσμήματά της, έσπασε όλους τους καθρέφτες στο σεράι και έβαψε τα τζάμια των παραθύρων με μαύρο χρώμα. Απέφευγε να δει οποιονδήποτε επισκέπτη και κλείστηκε στον εαυτό της. Η Χαϊνίτσα δεν ξαναβγήκε από το σεράι του Λιμπόχοβου μετά από το θάνατο του Αδέμ. Η Σαχνισά - Χαϊνίτσα εγκαταστάθηκε μετά το θάνατο του δεύτερου άντρα της στο Λιμπόχοβο κοντά στο Αργυρόκαστρο, όπου έκτισε και ένα μικρό «σεράι». Το κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1809 και αμέσως ο αδερφός της -πανίσχυρος και πάμπλουτος Βεζίρης των Ιωαννίνων πλέον- της έχτισε ένα νέο παλάτι - οχυρό. Όπως γράφει ο δισέγγονος της Χαϊνίτσας και βιογράφος του Αλή, Αχμέτ Μουφίτ Μπέης Λιμπόχοβα (1876 - 1927), ήταν ένας πύργος που έμοιαζε με ευρωπαϊκό φρούριο. Είχε μεγάλα περιμετρικά τείχη και διέθετε ισχυρά κανόνια. Ο Σπύρος Αραβαντινός αναφέρει ότι κατά το κτίσιμό του έγιναν πολλές αδικίες και τα θεμέλιά του είναι ποτισμένα με ανθρώπινα αίματα. Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο, αφού σε όλα τα έργα που έκανε ο Αλής δούλευαν υποχρεωτικά και χωρίς αμοιβή οι κάτοικοι της περιοχής.
Έτσι, όταν κτιζόταν το φρούριο, ο κετχουδάς της Χαϊνίτσας, Ομάρ - Αγάς κατέσχεσε όλα τα υλικά που χρειαζόταν, άμμο, ασβέστη, πέτρες, ξύλα. Γι’ αυτό μετά την εξόντωση του Αλή οι κάτοικοι, έπειτα από δίκη, πήραν από το Μαλίκ Πασά (εγγονό της Χαϊνίτσας) ως αποζημίωση 100.000 γρόσια. Στον Πύργο (που δεν σώζεται σήμερα) έμεινε πολλές φορές ο Αλής, ενώ φιλοξενήθηκαν και ο Λόρδος Μπάυρον με τον John Cam Hobhouse, κατά την πορεία τους προς το Τεπελένι, όπου θα συναντούσαν τον Πασά των Ιωαννίνων. Πολλοί στην Αλβανία πίστευαν για πολλά χρόνια ότι ο Πασάς είχε κρύψει ένα μέρος των θησαυρών του, και, κυρίως, τα κοσμήματά του, στον πύργο του Λιμπόχοβου.


Αυτό -κατά το δισέγγονο της Χαϊνίτσας- δεν είναι αληθινό «γιατί δεν είχε στείλει στην αδερφή του ποτέ ούτε ένα οβολό, εκτός από τα χρήματα που ξόδεψε για να χτίσει το σεράι και το φρούριο». Μετά την πτώση του Πασά, ο νικητής Χουρσίτ δεν πείραξε τον πύργο, στον οποίο έμεναν, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, οι εγγονοί της Χαϊνίτσας, Ιζέτ μπέης και Μαλίκ μπέης. Η αδερφή του Τεπελενλή πέθανε τα τέλη Μαΐου του 1821 (οκτώ μήνες πριν από την εκτέλεσή του) και κηδεύτηκε στο Λιμπόχοβο, όπου σήμερα βρίσκεται άθικτος ο τάφος της, ενώ η επιτύμβια στήλη του εκτίθεται στο Μουσείο Τιράνων.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΙΝΕ
Πρώτη γυναίκα του Αλή, ήταν η Εμινέ. Όταν παντρεύτηκαν στο Αργυρόκαστρο, το 1768, εκείνη ήταν 20 ετών και ο Αλής 28. Είχε σεμνό και καλοκάγαθο χαρακτήρα. Λέγεται ότι μετά την γέννηση του Μουχτάρ, ο Βεζίρης δεν την άφησε να τον θηλάσει, από φόβο μήπως τη μοιάσει σε πραότητα και σε καλοσύνη. Έβγαινε συχνά στην πόλη για να βοηθήσει τους φτωχούς και ανήμπορους. Είχε πολλές φορές καταφέρει να αποτρέψει τον Αλή από φριχτές πράξεις. Αλλά και αυτός τη σεβόταν, ίσως να την αγαπούσε κιόλας. Εκτός από δυο γιους γέννησε και μια κόρη. Ο Αλής, την πήρε με δόλο από την αγκαλιά της και την έπνιξε στη λίμνη. Δεν ήθελε θηλυκούς απογόνους.
Στην Εμινέ είπε ότι, δήθεν, αρρώστησε και πέθανε, όμως στον Pouqueville αποκάλυψε ο ίδιος την αλήθεια. Ο θάνατος της Εμινέ ήταν τραγικός. Όταν, στα 1803, ο Πασάς βρισκόταν στο αποκορύφωμα του πολέμου εναντίον των Σουλιωτών, αυτή φοβούμενη ότι οι άγριοι και πολεμοχαρείς ορεσίβιοι θα τον εκδικηθούν σκοτώνοντας τους δυο γιους τους, τον ικέτευσε να σταματήσει τον πόλεμο, επικαλούμενη μάλιστα και ένα όνειρο που είχε δει. Ο Αλής έγινε έξαλλος. Κραύγασε και όρμησε εναντίον της, εκτοξεύοντάς της φοβερές κατάρες και απειλές, ενώ συγχρόνως άρπαξε ένα πιστόλι και πυροβόλησε στον αέρα για να την τρομοκρατήσει. Αυτή από το φόβο της λιποθύμησε και έπεσε αναίσθητη στο πάτωμα.
Αμέσως ήρθε ο Ιταλός γιατρός Tozoni (ο Αλής τον είχε ειδικά για να δηλητηριάζει τους αντιπάλους του), εξέτασε την άτυχη Εμινέ και είδε ότι δεν πέθανε, αλλά απλά ήταν λιπόθυμη. Το ίδιο βράδυ ο Πασάς πήγε ανήσυχος στον οντά της, αλλά εκείνη δεν του άνοιγε. Τότε έσπασε την πόρτα και μπήκε. Όταν εκείνη τον αντίκρισε μαρμάρωσε, τον κοίταξε με τρόμο και ξαφνικά έπαθε αποπληξία. Πριν ξημερώσει ήταν νεκρή. Το περιστατικό αφηγήθηκε ο ίδιος ο Paolo Tozoni στον πρόξενο Pouqueville. Όταν πέθανε η Εμινέ ήταν 56 χρονών. Ο Αλής την έθαψε με τιμές σε ένα μνήμα με περίτεχνο κιγκλίδωμα, στην ακρόπολη του Ιτς - Καλέ. Στον ίδιο τάφο τοποθετήθηκε και το ακέφαλο σώμα του, 20 χρόνια μετά.
Ύστερα από επιθυμία του γράφτηκε στην επιτύμβια πλάκα το επίγραμμα: «Η έχουσα καλόν όνομα κόρη του Καπλάν Πασά, Ουμ Γκιουλσούμ Χανούμ, μένει ευχαριστημένη εις τον παράδεισον. Ας έχει ζωήν η υψηλή οικογένειά της, διότι ελύπησε (αγάπησε) τον αρχηγόν Αλή Πασάν». Όπως προαναφέρθηκε ο Πασάς δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη γυναίκα του Εμινέ, αλλά πυροβόλησε απλώς στον αέρα, για να την τρομάξει, επειδή τόλμησε να του πει να συμβιβαστεί με τους Σουλιώτες. Κατά βάθος εκτιμούσε και σεβόταν την ευγενική και καλόψυχη Αρβανιτοπούλα. Για πολλά χρόνια ο σκληρός σατράπης δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη σκέψη της.
Την έβλεπε συχνά στα όνειρά του, ξυπνούσε ιδρωμένος, τρομαγμένος και φοβισμένος, ούρλιαζε και κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι του, ενώ οι ικεσίες του να τον συγχωρέσει ακούγονταν σε όλο το παλάτι.

ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΕΝΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Η άρνηση του Κουρτ - Πασά να δώσει την κόρη του Μαριέμ σύζυγο στον Αλή, του προξένησε βαθύ ψυχικό τραύμα. Ο εγωισμός του είχε πληγωθεί βαριά. Ο ευγενής και πράος Ιμπραήμ της Αυλώνας δεν πήρε όμως μόνο την κόρη του Κουρτ, αλλά μετά τον θάνατο του «Λύκου» έγινε και Πασάς του Μπερατιού. Ο Αλής τον μίσησε θανάσιμα και ορκίστηκε εκδίκηση. Αρκετά χρόνια αργότερα συνέβη ένας τριπλός γάμος. Ο πρωτότοκος γιός του Αλή, ο Μουχτάρ, παντρεύτηκε την Πάσω, μεγαλύτερη κόρη του Ιμπραήμ, ο δευτερότοκος Βελής την μικρότερη Ζεϊμπεντέ, και ο ανεψιός του Αδέμ -γιος της αδερφής του Χαϊνίτσας- την τρίτη κόρη του Ιμπραήμ, την Μπελαΐς Χανούμ.
Έτσι πίστευε ο πανούργος Βεζίρης ότι θα εξουδετερώσει τον μισητό αντίπαλό του. Όμως όχι μόνον αυτό δεν έγινε, αλλά ο Ιμπραήμ βοήθησε σημαντικά τους Σουλιώτες στους αγώνες τους κατά σατράπη. Ο Αλής προσπάθησε πολλές φορές να νικήσει τον Πασά του Βερατίου, όμως όλες οι επιχειρήσεις εναντίον του απέτυχαν. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1810, εξαπέλυσε εναντίον του Μπερατιού τον ικανότατο στρατηγό του Ομέρ Βρυώνη, επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης. Μετά από οχτάμηνη πολιορκία ο Ιμπραήμ εγκατέλειψε το κάστρο του και κατέφυγε στη γενέτειρα του Αυλώνα, με σκοπό να περάσει στη Γαλλοκρατούμενη Κέρκυρα.
Ο Ομέρ τον κυνήγησε και, τελικά, τον αιχμαλώτισε. Ο άτυχος Πασάς οδηγήθηκε αλυσοδεμένος στα Γιάννενα όπου, με το γιο του Σουλεϊμάν, ρίχτηκε στα μπουντρούμια της Λιθαρίτσας. Μαζί τους πιάστηκε και ο νεανικός έρωτάς του Αλή, η γερασμένη πια Μαριέμ, την οποία κράτησε σε περιορισμό στο χαρέμι του της Κόνιτσας. Δέκα χρόνια έμειναν φυλακισμένοι ο Ιμπραήμ και ο γιος του στα Γιάννενα. Ο Αλής είχε απαγορεύσει στις δυο κόρες του Ζεϊμπεντέ και Πάσω να τον επισκέπτονται. Αυτές του έστελναν κρυφά φαγητό που μαγείρευαν μόνες τους, γιατί φοβόνταν μήπως τον δηλητηριάσουν.
Ο σουλτάνος έστειλε διαταγή να απελευθερωθεί ο υψηλός φυλακισμένος, αλλά ο Βεζίρης την αγνόησε. Ο Ιμπραήμ πέθανε σε ηλικία 80 ετών, το 1820, στα Γιάννενα. Ο Σουλεϊμάν ελευθερώθηκε από τους Τούρκους και κατέλαβε υψηλόβαθμη κυβερνητική θέση.

Η ΗΠΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19oυ ΑΙΩΝΑ
H γεωγραφική θέση και η μορφολογία του εδάφους, δηλαδή το ανάγλυφο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο (θετικό και αρνητικό) στην ιστορική πορεία της Ηπείρου. Η θέση της απέναντι στα Βενετοκρατούμενα (ως το 1797) Επτάνησα -και μάλιστα απέναντι στην Κέρκυρα, πρωτεύουσα των Επτανήσων- και τα παραθαλάσσια Βενετικά προγεφυρώματα (Πρέβεζα και Πάργα) στην περιοχή της, καθώς και η μικρή απόσταση που την χωρίζει από την Ιταλία καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική - οικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη. Από τη μια, το ορεινό του εδάφους με τον κατακόρυφο άξονα Πίνδου-Γράμμου καθιστούσε δύσκολη την επικοινωνία της μιας περιοχής με την άλλη.
Οι διαδοχικοί ορεινοί όγκοι και το δύσβατο του εδάφους δυσχέραιναν τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Από την άλλη πλευρά όμως, οι κοιλάδες και τα πολλά ποτάμια που διασχίζουν την Ηπειρωτική γη (Άραχθος, Αχέροντας, Καλαμάς, Λούρος, Δρίνος), λειτουργούσαν ως δίοδοι της ενδοηπειρωτικής επικοινωνίας. Οι χερσαίοι δρόμοι που ένωναν ο ένας τα Γιάννενα με τα Τρίκαλα και τα Γρεβενά, διαμέσου του Μετσόβου, και ο άλλος (ο βορειότερος) τα Γιάννενα με την Κορυτσά και το Μοναστήρι, γίνονταν τον χειμώνα δυσκολοδιάβατοι, δυσχεραίνοντας τη μετακίνηση ταξιδιωτών και εμπόρων. Γι’ αυτό, ως αντίβαρο, αναπτύχθηκαν οι θαλάσσιες συγκοινωνίες στα δυτικά της (λιμάνια Πρέβεζας, Σαγιάδας, Σαλαώρας).


Ας σημειωθεί ότι οι δυσκολίες διαβίωσης, εξαιτίας του ορεινού εδάφους, δημιουργούν έναν τύπο σκληραγωγημένου, ανυπότακτου και επαναστάτη, κάτι που παρατηρείται και σ’ άλλες ορεινές κοινωνίες του Ελληνικού χώρου (Μάνη, Σφακιά), αλλά και έξω απ’ αυτόν. O πληθυσμός της Ηπείρου -όπως και των άλλων ορεινών εδαφών της Βαλκανικής την ίδια περίοδο- είναι κατεξοχήν κτηνοτροφικός, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ξένοι περιηγητές, οι πρόξενοι, οι Θεσπρωτός - Ψαλίδας, ο Π. Αραβαντινός και τα λίγα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα που έχουν εκδοθεί. Σύμφωνα με τον αξιόπιστο πρόξενο της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη Beaujour (Μποζούρ), ο πληθυσμός της Ηπείρου έφθανε στα τέλη του 18ου αιώνα στις 400.000 ψυχές.
Το Ελληνικό στοιχείο επικρατούσε, υπήρχαν όμως και πολλοί Τούρκοι, Αλβανοί (Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, ένα ποσοστό των οποίων προερχόταν από εξισλαμισμούς) και κάμποσοι Εβραίοι (κυρίως στα Γιάννενα και στην Άρτα). Από τις πόλεις ξεχωρίζουν τα Ιωάννινα, έδρα του ομώνυμου σαντζακιού/Πασαλικιού και οικονομικό-πολιτιστικό κέντρο όλου του βορειοδυτικού Ελληνικού χώρου. O πληθυσμός τους ανερχόταν την περίοδο αυτή σε 35.000 με 40.000 περίπου άτομα από τα οποία τα 2/3 περίπου ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, Αλβανοί και Εβραίοι.
Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα ήταν η Μοσχόπολη, μία από τις πιο ανθηρές οικονομικά πόλεις της Βαλκανικής (χάρη στην πλούσια κτηνοτροφία της περιοχής), με πληθυσμό πάνω από 40.000 πριν από την καταστροφή της (1769) και η Άρτα με 10.000 περίπου κατοίκους στα τέλη του 18ου αιώνα. Αντίθετα, η Βενετοκρατούμενη ως το 1797 Πρέβεζα είχε μόλις 1.876 κατοίκους το 1784. Στις πηγές δεν μαρτυρούνται σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις των διαφορετικών εθνοτήτων στις πόλεις. Μικρότερα οικονομικά κέντρα ήταν το Μέτσοβο, κτηνοτροφικό κέντρο της ανατολικής Ηπείρου, η Αυλώνα, σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική, κ.ά..
Πολλοί Ηπειρώτες ακολούθησαν τους δρόμους της μετανάστευσης. Σε μία πρώτη φάση (16ο-18ο αιώνα) θα εγκατασταθούν κυρίως στη Βενετία. Τούτο δεν είναι άσχετο με τη γειτνίαση με Βενετοκρατούμενες περιοχές. Πολλοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και κάποιοι (όπως οι Γλυκύς, Σάρρος και Θεοδοσίου) ιδρύουν τα πρώτα Ελληνικά τυπογραφεία σ’ αυτή την πόλη, τροφοδοτώντας με βιβλία όλο τον Ελληνισμό. Άλλοι (όπως ο Επιφάνιος) θα δώσουν χρήματα για την ίδρυση σχολείων. Πολλοί, επίσης, Ηπειρώτες θα εγκατασταθούν στην κεντρική Ευρώπη, στη Μοδοβλαχία και στη Ρωσία. Αρκετοί θα πλουτίσουν από το εμπόριο και θα ευεργετήσουν τις γεννέτηρές τους προσφέροντας χρήματα για ίδρυση σχολείων ή για άλλα έργα ευποιΐας.
Η μορφολογία του εδάφους και οι κληματολογικές συνθήκες της Ηπείρου ευνοούσαν την κτηνοτροφία και λιγότερο τη γεωργία. O Πουκεβίλ γράφει ότι στις αρχές του 19ου αιώνα εκτρέφονταν στην Ήπειρο 1.700.000 αιγοπρόβατα, στα οποία πρέπει να προστεθούν και 1.000.000 αιγοπρόβατα της οικογένειας του Αλή Πασά. Πολλά ηπειρωτικά προϊόντα εξάγονταν. H εμπορική σημασία της Ηπείρου προκάλεσε νωρίς το ενδιαφέρον της Γαλλίας που υλοποιήθηκε με την ίδρυση Γαλλικού προξενείου στην Άρτα, το 1702, στο οποίο υπάγονταν τα υποπροξενεία του Μεσολογγιού, της Σαγιάδας, της Πρέβεζας και της Αυλώνας.
Από αυτά τα λιμάνια εξάγονταν τα γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου, αλλά και της δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Το 1791 υπήρχαν πολλοί αμπελώνες στο Zαγόρι, στην Παραμυθιά, στην Κόνιτσα, στη Ζίτσα που παρήγαγαν εξαιρετικό κρασί. Οι Γάλλοι πρόξενοι και οι διάφοροι περιηγητές σημειώνουν ότι κάθε χρόνο εξάγονταν από τον Αμβρακικό κόλπο δημητριακά, βαμβάκι, καπνός, κρασί, ξυλεία κ.ά. Ένα μέρος των εξαγόμενων προϊόντων έφθανε με καραβάνια στα Ιωάννινα από τη Θεσσαλία (μετάξι), ακόμη και από τη Μολδοβλαχία (κερί, βουβαλοδέρματα) και από κει μεταφερόταν στα λιμάνια του Ιονίου.
Άλλα καραβάνια μετέφεραν εμπορεύματα από την Ήπειρο στην κεντρική Ευρώπη από στεριανούς δρόμους. Στα Ιωάννινα λειτουργούσαν την περίοδο αυτή πολλές βιοτεχνίες γουναρικών, βυρσοδεψίας, αργυροχρυσοχοΐας, ραφτάδικων, κατασκευής καπών κλπ, οργανωμένες στις συντεχνίες (εσνάφια, esnaf) της πόλης. Οι «πρωτομαΐστορες των συντεχνιών», δηλ. οι αρχηγοί των συντεχνιών, μαζί με τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τους εμπόρους συγκροτούσαν το συμβούλιο της ελληνικής κοινότητας των Ιωαννίνων που ήταν υπεύθυνο για την κατανομή και είσπραξη των φόρων και για μία σειρά εσωτερικών ζητημάτων. Πολύ ανεπτυγμένη ήταν η τοπική αυτοδιοίκηση στα 47 Ζαγοροχώρια.
O γενικός προεστός της ομοσπονδίας τους έμενε μετά τα μέσα του 18ου αιώνα στα Ιωάννινα όπου γίνονταν οι συνελεύσεις των προκρίτων των Ζαγοροχωρίων, εκδικάζονταν σοβαρές υποθέσεις και παίρνονταν αποφάσεις για διάφορα ζητήματα. Στο Mέτσοβο -στο οποίο είχαν παραχωρηθεί το 1430 προνόμια που ανανεώθηκαν πολλές φορές- οι κάτοικοι εξέλεγαν μία επταμελή επιτροπή που την αποτελούσαν ο δημογέροντας, ο έφορος των σχολείων, ο φροντιστής των νερών, ο εισπράκτορας των φόρων, ο αγορονόμος, ο επίτροπος των εκκλησιών και ο αρχηγός της φρουράς του τόπου.
Τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα η Ήπειρος γίνεται χώρος έντονων πνευματικών - εκπαιδευτικών και, γενικά, πολιτιστικών διεργασιών και βρίσκεται, κατά κοινή παραδοχή των ειδικών, στην πρωτοπορία των προοδευτικών ιδεών του Τουρκοκρατούμενου Ελληνικού χώρου, χάρη στο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο φωτισμένων δασκάλων (κυρίως του Ψαλίδα και του Βηλαρά), και χώρος πολιτικών διεργασιών, λόγω της παρουσίας του Αλή Πασά. Τα Ιωάννινα δεν είναι πια την περίοδο αυτή ένα απλό επαρχιακό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά πρωτεύουσα ενός εκτεταμένου Πασαλικιού προς την οποία στρέφονται τα βλέμματα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Ο διάσημος Γάλλος χαρτογράφος και γεωγράφος Jean Υ Denis - Barbié du Bocage (1760 - 1825) σχεδίασε τρεις συνολικά χάρτες της πρωτεύουσας του Αλή Πασά, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του. Ο Βocage φιλοτέχνησε περίπου 180 χάρτες διάφορων περιοχών της Ελλάδας, εκτελώντας παραγγελίες των περιηγητών Marie - Gabriel - Florent - Auguste de Choiseul - Couffier (1752 - 1817), Abbé Jean - Jacques Barthélemy (1716 - 1795) και του Pouqueville, για την εικονογράφηση των έργων τους. Και όμως -όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο- ο Bocage ουδέποτε επισκέφτηκε την Ελλάδα.


Ο ΑΛΗ «ΠΑΣΑΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ»
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ
Ο Αλή Πασάς είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια συνεχώς αυξανόμενη ισχυρή επιρροή γύρω από δράσεις που αναλάμβανε στο πλευρό του Κουρτ και του Καπλάν Πασά. Ο Αλή συχνά συμμετείχε σε διαμάχες μεταξύ φεουδαρχών αλλά επειδή γενικά έπαιρνε το μέρος του Σουλτάνου, είχε τραβήξει την προσοχή της Κωνσταντινούπολης. Στα 1785 διορίστηκε διοικητής στο Δέλβινο και απέκτησε τον τίτλο του Πασά. Ένα χρόνο μετά έγινε διοικητής σαντζακιού. Γρήγορα εδραίωσε το καθεστώς του στην περιοχή πολεμώντας ληστές και άτακτους επιδρομείς και ο Σουλτάνος του παραχώρησε την αρχηγεία των φυλακίων της Τοσκερίας (Νότιας Αλβανίας) και της Ηπείρου.
O πιο σημαντικός στόχος του Αλή Πασά την εποχή εκείνη ήταν η πόλη των Ιωαννίνων. Σε μια σημαντική και πλούσια πόλη όπως ήταν τα Γιάννενα η οικονομική δραστηριότητα είχε αυξηθεί αρκετά. Ο αριθμός των εμπόρων και των τεχνιτών ήταν μεγάλος. Παρά τις προσπάθειες πολλών φεουδαρχών να θέσουν την πόλη υπό την κυριαρχία τους, στα 1788 ο έλεγχος της πόλης περνάει στα χέρια του Αλή Πασά. Ακολούθως, με ένα φιρμάνι της η Υψηλή Πύλη επικύρωσε την κυριαρχία του. Αφού εξασφάλισε τη διοίκηση των Ιωαννίνων και την αρχηγεία των φυλακίων της περιοχής, ο Αλή Πασάς συμμετείχε σε εκστρατείες του κράτους αναλαμβάνοντας -ως διοικητής της Ρούμελης- σημαντικό ρόλο στην καταστολή ορεινών εξεγέρσεων.
Εκμεταλλευόμενος την πείρα από προηγούμενες εκστρατείες όπως ο πόλεμος του 1789 εναντίον Ρωσίας και Αυστρίας και η καταστολή της εξέγερσης που ξέσπασε στη Σερβία ένα χρόνο αργότερα. Ο Αλή Πασάς από τη μια πλευρά ενεργούσε με σκοπό να διατηρήσει τις καλές του σχέσεις με την Υψηλή Πύλη και από την άλλη κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον γειτονικών περιοχών. Όπως ακριβώς έγινε όταν μεταξύ των ετών 1789 - 1791, δράττοντας της ευκαιρίας του πολέμου της Αυτοκρατορίας με τη Ρωσία και την Αυστρία, επιτέθηκε στη νότια Αλβανία (Τοσκερία) και σε άλλες περιοχές και επέβαλε την κυριαρχία του.
Όμως, μετά το τέλος του πολέμου και για να μην προκαλέσει την αντίδραση του Σουλτάνου σταμάτησε τις επιθέσεις του. Παράλληλα, ο Αλή Πασάς δεν άφηνε να χαθεί η παραμικρή ευκαιρία συνεχών φιλόδοξων επιχειρήσεων με στόχο να εκδικηθεί τους εχθρούς του, να αυξήσει τα πλούτη του και να επεκτείνει την εξουσία του. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ταυτόχρονα με την εμφάνιση της Γαλλικής απειλής για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Αλή άρχισε ξανά τις επεκτατικές του επιχειρήσεις. Τα προηγούμενα χρόνια είχε επιδοθεί σε μια μακρά σειρά από αιματηρές συγκρούσεις με τους Ορθόδοξους Χριστιανούς του Σουλίου που του αντιστέκονταν.
Οι συγκρούσεις διήρκησαν χρόνια λόγω της πολεμικής ικανότητας των Σουλιωτών και της μορφολογίας του εδάφους της περιοχής βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν τα βουνά. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η σφαγή μεγάλου μέρους του πληθυσμού του Σουλίου και η μετακίνηση πολλών Σουλιωτών στην Πάργα και την Κέρκυρα. Στη συνέχεια ο Αλή Πασάς κατέλαβε την Πρέβεζα που είχαν υπό την κατοχή τους οι Γάλλοι (1798) αποκτώντας έτσι τον τίτλο του βεζίρη. Η επιρροή και εξουσία του Αλή μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ωστόσο, η εξολόθρευση των αντιπάλων του, που ήταν και ο πιο σημαντικός του στόχος, δεν είχε ακόμα επιτευχθεί.
Ο Μουσταφά Πασάς στο Δέλβινο και ο Ιμπραήμ Πασάς στο Μπεράτι πρόβαλαν ως τα σημαντικότερα εμπόδια για την εξάπλωση της κυριαρχίας του. Η Πύλη, με σκοπό να παρεμποδίσει τις συμμαχίες των τοπικών ηγεμόνων και οδηγώντας πάντα τον ένα σε σύγκρουση με τον άλλο, υποστήριζε τον Ιμπραήμ Πασά χρησιμοποιώντας τον ως εμπόδιο στην επεκτατική απειλή του Αλή. Ο πλούτος και η γονιμότητα της γης που κατείχε ο Ιμπραήμ Πασάς όμως, καθώς και οι δυνατότητες ανάπτυξης του εμπορίου στην περιοχή του, αποτελούσαν ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για τον Αλή.
Έτσι, ο Αλή έχοντας καταρχήν παντρέψει τους δυο γιους του με τις κόρες του Ιμπραήμ Πασά αποκτώντας συγγένεια μαζί του, έστειλε εναντίον του στρατεύματα ενώ είχε ήδη αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό τον αντίπαλο στρατό χρηματίζοντας τον. Ο Ιμπραήμ Πασάς κατέφυγε στην Αυλώνα, ζήτησε βοήθεια από τους Γάλλους αλλά δεν κατάφερε να την πάρει. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποίησε τις επαφές αυτές του Ιμπραήμ Πασά με τη Γαλλία ως δικαιολογία για τον εξουδετερώσει διαδίδοντας φήμες περί προδοσίας του. Ο Αλή επιτέθηκε στην Αυλώνα, μετέφερε τον Ιμπραήμ Πασά στα Γιάννενα και τον κράτησε φυλακισμένο μέχρι τον θάνατό του.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να αναδειχτεί ως ο νέος ηγεμόνας στο Μπεράτι και την Αυλώνα, περιφέρειες που κατακτήθηκαν περισσότερο με τη δύναμη του χρήματος παρά των όπλων. Αν και οι πράξεις του Αλή Πασά εναντίον του Ιμπραήμ που είχε κάποιο γόητρο στην Πύλη εξόργισαν τον Σουλτάνο, αυτός δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το θέμα επειδή βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία εκείνη την περίοδο. Ο Αλή διόρισε διοικητή της Αυλώνας τον γιο του, Μουχτάρ. Όταν κλήθηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία που ξεκινούσε εναντίον των Ρώσων εκείνη την περίοδο, προβάλλοντας ως δικαιολογία την προχωρημένη του ηλικία και τη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του, δεν εκτέλεσε τη διαταγή.
Αλλά επειδή ακριβώς ενεργούσε με γνώμονα τις καλές σχέσεις με την Πύλη, έστειλε τους γιους του Μουχτάρ και Βελή. Ο Αλή Πασάς έστειλε στρατεύματα και στο Δέλβινο προκειμένου να εξοντώσει και τον άλλο του εχθρό τον Μουσταφά Πασά. Στα 1811, και ενώ η πόλη παραδίδεται, ο Μουσταφά Πασάς διαφεύγει στο Γαρδίκι όπου ζούσαν παραδοσιακοί εχθροί του Αλή. Μετά κι από αυτό ο Αλή Πασάς λεηλάτησε εξολοκλήρου την περιοχή σφαγιάζοντας ανελέητα τους κατοίκους του Γαρδικίου. Στο εξής ο Αλή θα έχει τον πρώτο λόγο στην περιοχή. Η ηγεμονική του περιφέρεια περιέκλειε ολόκληρη την Νότια Αλβανία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο εκτός από την Πάργα.
Η τέτοιας έκτασης ενδυνάμωση της ισχύος του προβλημάτιζε αρκετά την Πύλη και συχνά πρόβαλε ως προειδοποίηση στο πρόσωπό του. Είναι αλήθεια ότι θα μπορούσαν να παρθούν αυστηρότερα μέτρα εναντίον του Αλή Πασά αλλά φαίνεται ότι η κεντρική εξουσία που πολεμούσε να καταστείλει τη Σερβική επανάσταση είχε αφήσει το πρόβλημα αυτό για αργότερα.


ΠΑΣΑΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ
Το 1788, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζότ, λόγω εκστρατείας στον Δούναβη, άρπαξε το Πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντάς του, μάλιστα, δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα. Ως Πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη, διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα και κατέλαβε την Πρέβεζα, μετά από σύντομη πολιορκία.
Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε τη Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Μάλιστα για αυτό του το επίτευγμα διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά, ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι τη Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου, το 1812, και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους, το 1819. Όντας ήδη αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλή είδε το κράτος του να εκτείνεται, στη μέγιστή του εξάπλωση, από την Πελοπόννησο μέχρι τη Μακεδονία.

Η Πραγμάτωση του Ονείρου
Μετά την εξόντωση ολόκληρης της οικογένειας του πεθερού και ευεργέτη του Καπλάν - Πασά του Δέλβινου, ο Αλής πίστεψε ότι θα έπαιρνε την θέση του. Καινούργια, όμως, απογοήτευση. Διάδοχος δεν ορίστηκε ο ίδιος -όπως περίμενε- αλλά ένας ντόπιος τοπάρχης του Αργυροκάστρου, ο Μουσταφά Κόκας, ο οποίος όμως λίγο μετά δολοφονήθηκε από άγνωστο χέρι. Όλοι κατάλαβαν ποιός τον σκότωσε. Αλλά και πάλι έχασε το παιγνίδι αφού τον δολοφονημένο διαδέχτηκε κάποιος προύχοντας από το Αργυρόκαστρο, ο Σελήμ Μπέης. Στην αρχή ο Αλής του έκανε το φίλο και κέρδισε έτσι την εμπιστοσύνη του. Όμως, τότε, το σατανικό του μυαλό συνέλαβε νέο αιματηρό σχέδιο.
Η μέθοδος γνωστή και δοκιμασμένη. Κατηγορεί το Σελήμ στην Κωνσταντινούπολη ότι δήθεν συνεργάστηκε με τους Βενετσάνους κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο της εποχής εκείνης, με αποτέλεσμα η Υψηλή Πύλη, να τον καταδικάσει σε θάνατο. Μάλιστα, το σχετικό «φιρμάνι», στάλθηκε στον ίδιο με την εντολή να το εκτελέσει. Ο Αλής σκότωσε λοιπόν τον Σελήμ. Για ανταμοιβή του διορίστηκε -επί τέλους- Πασάς του Δέλβινου. Όμως και πάλι ατύχησε γιατί ο γιος του δολοφονημένου έπεισε την Υψηλή Πύλη για το άδικο των κατηγοριών κατά του πατέρα του και πήρε τελικά αυτός το Πασαλίκι. Ο εκπρόσωπος του Αλή στο Δέλβινο λυντσαρίστηκε από τους ντόπιους.
Ο γιος της Χάμκως αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Κατάλαβε ότι ο μικρόκοσμος της Αρβανιτιάς δεν χωρούσε πια τις άμετρες φιλοδοξίες του. Και ξεκινά να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του, να γίνει Πασάς στα Γιάννενα. Ήταν τότε, το έτος 1785, πάνω από 40 ετών. Στα αυτιά του αντηχούσαν τα λόγια της μάνας του: «Πασάς στα Γιάννενα, στα Γιάννενα». Την εποχή εκείνη η άλλοτε κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία παρουσίαζε συμπτώματα εκφυλισμού. Το πανίσχυρο κράτος του 1500, του 1600, και του 1700, δεν υφίστατο πλέον. Η κεντρική εξουσία ήταν πια αδύνατο να επιβληθεί και είχε καταντήσει ουσιαστικά σκιώδης.
Η αχανής και πολυεθνική τουρκική επικράτεια βρισκόταν υπό τον έλεγχο των τοπικών φεουδαρχών και στο έλεος των λεγόμενων «κλεφτών» και «αρματολών», οι οποίοι ήταν ότι ακριβώς υπονοεί και η ονομασία τους, ένοπλοι ληστές, που λεηλατούσαν κυριολεκτικά την ύπαιθρο. Η Υψηλή Πύλη προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση προσλαμβάνοντας στην υπηρεσία της τοπικούς πολέμαρχους. Οι οποίοι πολέμαρχοι, είχαν αποστολή να κρατήσουν, κυρίως, ανοιχτούς τους δρόμους επικοινωνίας των διαφόρων επαρχιών. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Η έννομη τάξη ήταν άγνωστη στην απέραντη χώρα. Οι περισσότεροι από τους φόρους έμπαιναν στις τσέπες των τοπαρχών και λήσταρχων, αντί να καταλήγουν στο κεντρικό Αυτοκρατορικό ταμείο της Πόλης.
Αυτή λοιπόν την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Αλής και πέτυχε δωροδοκώντας και εκβιάζοντας να διοριστεί «γενικός δερβέναγας» (δηλαδή αρχηγός των σωμάτων φρουρών οδικών αρτηριών και ορεινών διαβάσεων) Ηπείρου και Θεσσαλίας, ενώ συγχρόνως απέκτησε και τον τίτλο του Πασά των Τρικάλων. Με δύναμη 4.000 Αρβανιτών, αποφασίζει να επιβάλλει την τάξη. Διατρέχει όλη την ύπαιθρο, καταδιώκοντας τους αρματολούς και κλέφτες, αποκεφαλίζοντας τους αρχηγούς τους, διαλύοντας τις συμμορίες τους και αναγκάζοντάς τους να κρύβονται στα πιο απόκρημνα βουνά.
Διέλυσε κυριολεκτικά τους τοπικούς αγάδες (πολλά κεφάλια τους έστειλε πεσκέσι στο σουλτάνο) και ξανάδωσε την γη στους καταπιεσμένους χωρικούς, που έπιναν νερό στο όνομά του. Η ασφάλεια αλλά και η ελεύθερη επικοινωνία, αποκαταστάθηκαν στην ζώνη ευθύνης του, ενώ η μάστιγα της ληστείας εξέλιπε εντελώς. Και ο ίδιος απέκτησε στο Διβάνι την φήμη ικανού διοικητή, πιστού στη σουλτανική εξουσία και φίλου του νόμου και της τάξης. Εκτός όμως από την φήμη την περίοδο αυτή μάζεψε και το, πρώτο μέρος, από τους θρυλικούς θησαυρούς του. Και τότε, του παρουσιάζεται, η μεγάλη ευκαιρία να γίνει «Πασάς των Ιωαννίνων». Ο κυβερνήτης της Ηπείρου Αληζότ βρισκόταν στον Δούναβη, σε μια στρατιωτική αποστολή.
Τα Γιάννενα ζούσαν συνεχώς μέρες αναρχίας και σκληρών συγκρούσεων. Είχαν σχηματιστεί πολλές και ισχυρές Μουσουλμανικές φατρίες, οι οποίες ήταν συνεχώς σε σύγκρουση με στόχο τη διανομή της εξουσίας. Καθημερινά συνέβαιναν στα Ιωάννινα φόνοι και βιαιοπραγίες. Τον Αληζότ αναπληρούσε η σκληρή και φιλήδονη σύζυγός του Αϊσέ. Ο Αλής, με πράκτορές του, υποδαύλιζε τις αντιπαλότητες, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την κατάληψη των Ιωαννίνων. Τον Οκτώβριο του 1788 ο Τεπελενλής αφήνει τα Τρίκαλα, περνάει την Πίνδο, εμφανίζεται μπροστά από τα Γιάννενα και στρατοπεδεύει στο Πέραμα, αφού πρώτα διέσπειρε εντέχνως τη φήμη ότι προτίθεται να διαλύσει τις συμμορίες που λυμαίνονταν την Ήπειρο.
Οι Μωαμεθανοί των Ιωαννίνων θορυβήθηκαν και -αμέσως- ξέχασαν τις μεταξύ τους διαφορές, συνενώθηκαν και αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Αλή στο χωριό Μπισδούνι. Η μάχη δεν ανάδειξε νικητή και ο μεν Αλής επανήλθε στο Πέραμα, οι δε αντίπαλοί του στα Γιάννενα. Από τη δύσκολη αυτή θέση τον έβγαλε ο πολυμήχανος φίλος του και πανίσχυρος προεστός του Ζαγορίου, Νούτσος Καραμεσίνης, ο οποίος του πρότεινε να παντρευτεί τη χήρα Τουρκογιαννιώτισσα αρχόντισσα Ζιλχάκω, ώστε να προσεταιριστεί μεγάλο μέρος Οθωμανών αξιωματούχων. Έτσι ένα βράδυ διασχίζει τη λίμνη και μπαίνει κρυφά στο Κάστρο, όπου παντρεύεται την κόρη του δημοφιλούς Καλού - Πασά.


Ο γάμος κράτησε μόλις μερικές μέρες. Στη συνέχεια πραξικοπηματικά μπαίνει στην πόλη και την καταλαμβάνει. Το κράτος του Αλή Τεπελενλή, του Λέοντα των Ιωαννίνων, είχε πλέον γεννηθεί. Ο γιος της Χάμκως ήταν τώρα ο πανίσχυρος Πασάς των Ιωαννίνων. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα. Ο Αλής μπήκε στα Γιάννενα μέσα σε αποθέωση, καβάλα στο άσπρο άλογό του ακολουθούμενος από τους οπλαρχηγούς και τους τζοχανταραίους του, έχοντας δίπλα του το Νούτσο Καραμεσίνη, που τόσο τον βοήθησε να κερδίσει το πασαλίκι. Σημαίες ανέμιζαν, τύμπανα χτυπούσαν, καβαλάρηδες πίσω του και ύστερα ο στρατός του, πειθαρχικός και συντεταγμένος.
Οι γυναίκες του έριχναν λουλούδια, γοητευμένες από την αντρική του μορφή, τα κατάξανθα μαλλιά του και τα ίσα γένια του που έπεφταν στο πλατύ στήθος του. Ο Αλής ήταν τότε 48 χρόνων. Οι πράκτορές του είχαν προετοιμάσει καλά την υποδοχή, υποσχόμενοι στους ταλαιπωρημένους από την αναρχία κατοίκους, ασφάλεια, ειρήνη και ισοπολιτεία. Οι αντίθετοι είχαν υποταχθεί, πιστεύοντας ότι το ψεύτικο «φιρμάνι» που κρατούσε ήταν αληθινό και αποτελούσε την αναγνώρισή του από το σουλτάνο ως Πασά των Ιωαννίνων. Η φήμη του άλλωστε είχε προτρέξει της παρουσίας του. Ο λαός, βασανισμένος από τους μπέηδες, τον περίμενε σαν λυτρωτή. Τράβηξε κατ’ ευθείαν προς το κάστρο.
Κράτησε μόνον δυνατή φρουρά γύρω του, έστειλε όμως δυνάμεις να πιάσουν τις επίκαιρες θέσεις και να επιβλέπουν τους μπέηδες, στους οποίους δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη. Φρόντισε γρήγορα να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των Γιαννιωτών. Σκόρπισε ντελάληδες στην πόλη, που διαλαλούσαν ότι ο καθένας να κοιτά την δουλειά του, να κοιμάται ήσυχος και να μην φοβάται τους ληστές γιατί αυτοί θα χτυπηθούν αλύπητα. Το κοφτερό μυαλό του δούλευε ακατάπαυστα και προετοίμαζε μεθοδικά τις επόμενες κινήσεις. Αν και δεν είχε παρά μόνο 24 ώρες παντρεμένος με την όμορφη Ζιλχάκω -ή Ζουλέιχα- εντούτοις δεν την κάλεσε να μείνει μαζί του.
Απλώς την επισκέφτηκε στο αρχοντικό της πάνω στο τείχος του κάστρου και την διαβεβαίωσε ότι θα κρατήσει πιστά την υπόσχεσή του, δηλαδή να σκοτώσει τον δολοφόνο του άντρα της, κάτι που έκανε αργότερα. Όμως, μέσα του, τον έτρωγε η αγωνία γιατί -παρά τις δωροδοκίες και τις πιέσεις προς την Υψηλή Πύλη- δεν είχε φτάσει ακόμη το «πραγματικό» φιρμάνι του σουλτάνου, το οποίο και θα τον αναγνώριζε επισήμως ως Βεζίρη των Ιωαννίνων. Κανένας -εκτός από τους πολύ έμπιστούς του- δεν γνώριζε τη φοβερή αγωνία του. Τότε μεσολάβησαν προς τον σουλτάνο οι πανίσχυροι Ζαγορίσιοι προστάτες του Πασά, Νούτσος Καραμεσίνης και Κώστας Μαρίνογλου.
Κι, έτσι, ο Αβδούλ Χαμήτ ο Α΄ υπέγραψε τον πολυπόθητο διορισμό, αναγνωρίζοντας απλώς τα «τετελεσμένα γεγονότα». Η Υψηλή Πύλη μετά το πρώτο ξάφνιασμα σκέφτηκε ρεαλιστικά και μη μπορώντας να τον πολεμήσει όχι μόνον αναγνώρισε το πραξικόπημα του Αλή, αλλά του δίνει και προαγωγή, ορίζοντάς τον επόπτη των δρόμων -εκτός της Ηπείρου και Θεσσαλίας- και ολόκληρης της Στερεάς Ελλάδας. Συγχρόνως του απονέμει τον τίτλο του «Πασά δύο ιππουρήδων». Μόλις ήρθε από τον σουλτάνο το φιρμάνι νομιμοποίησής του, στρώθηκε στην δουλειά. Πανέξυπνος όντας έπιασε τον σφυγμό του λαού και χτύπησε εκεί που πονούσε, την ασφάλεια και την τάξη. Ήθελε να μεταδώσει το αίσθημα της αλλαγής.
Πρώτο έργο του ήταν η περιστολή των άτακτων Αλβανικών συμμοριών που είχαν έρθει από το Αργυρόκαστρο και λεηλατούσαν την πόλη. Όπως γράφει ο Αραβαντινός «απογύμνωναν και μαστίγωναν τους Χριστιανούς μέρα μεσημέρι, ενώ -άλλους- δεν δίσταζαν ακόμη και να τους σκοτώσουν. Είχαν τόσο θράσος, ώστε άρπαζαν τα αγόρια και τα κορίτσια που ήταν όμορφα στην όψη». Όλους αυτούς ανάγκασε ο Αλής να εγκαταλείψουν την πόλη του, χωρίς να προβεί σε αντεκδικήσεις ή εκτελέσεις σε αυτή τη φάση, για λόγους πολιτικής -και μόνο- σκοπιμότητας. Έτσι σε λίγες μόνο μέρες η ατμόσφαιρα στα Γιάννενα άλλαξε εντελώς.
«Εν βραχεί χρόνω απεκαταστάθη η τάξις εν τη χώρα και επανήλθεν, η προ πολλού φυγαδευθείσα τάξις και η ευνομία», επισημαίνει πάλι ο Αραβαντινός. Όταν τέτοιο το αίσθημα ασφάλειας που επικράτησε στην ευρύτερη περιοχή ώστε οι χωρικοί άφηναν αφύλαχτα τα ζωντανά τους. Ο ίδιος έκανε κάθε μέρα διαδρομές για να επιβλέπει μονάχος τα όργανά του. Οι κακοποιοί λούφαζαν και ο ραγιάς ανέπνευσε με ανακούφιση. Πολλά έχουν γραφτεί για την περίοδο αυτήν. Η οργάνωση του κράτους του προχώρησε με πρωτόγνωρες μεθόδους και, δίκαια, θεωρήθηκε από τους ξένους ως «κράτος πρότυπο». (συνεχίζεται)