ΩΡΑ...

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος (Nick the Greek) (1)

«Το αμέσως καλύτερο πράγμα από το να παίζεις και να κερδίζεις είναι να παίζεις και να χάνεις. Το βασικό είναι να παίζεις».
Nick ‘’the Greek’’ Dandοlo

Ο Νικόλας Ανδρέας Δάνδολος ή κατά κόσμο Nick the Greek γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης στις 27 Απριλίου του 1883. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Σμύρνη και ήταν αρκετά εύπορη (ο πατέρας του ήταν έμπορος χαλιών).
Σε ηλικία 8 ετών ο Νικόλας πήγε στη Σμύρνη για να ζήσει μαζί με τον πλούσιο εφοπλιστή νονό του. Εκεί φοίτησε στο Αγγλικό σχολείο ‘’Baxter’’ και κατόπιν σπούδασε κλασική φιλοσοφία στο «Ελληνικό Ευαγγελικό Κολλέγιο» της Σμύρνης. Είχε ταλέντο στις γλώσσες και έμαθε Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Τούρκικα, λίγα Εβραϊκά και Αρχαία Ελληνικά. Του άρεσε επίσης να γράφει ποίηση. Οι σπουδές του τον ακολούθησαν, ως συνήθεια πια, σε όλη του τη ζωή κι ο Νικόλας ποτέ δεν εγκατέλειψε τη συνήθεια να ξεκουράζει το πνεύμα του με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Συχνά κουβαλούσε μαζί του τα βιβλία τους στους περίφημους χαρτοπαιχτικούς μαραθωνίους του.
Ο νονός του είχε μεγάλα σχέδια γι’ αυτόν και σε ηλικία 18 ετών αποφάσισε ότι έπρεπε να περιοδέψει στον κόσμο, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα για τις επερχόμενες σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Για να γνωρίσει τον κόσμο ο Νικόλας λάμβανε κάθε εβδομάδα 150 δολάρια, ένα μεγάλο ποσό για την εποχή, συν τα ταξιδιωτικά έξοδά του.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Σικάγο, αλλά σχετικά σύντομα μετακόμισε στο Μόντρεαλ του Καναδά, θέλοντας να ‘’πικάρει’’ μια Ελληνίδα που γνώρισε στο Σικάγο και που θα αποτελούσε γι’ αυτόν τη γυναίκα της ζωής του. Εκεί ο Νικόλας γνώρισε τον διάσημο αναβάτη ιπποδρομιών Phil Musgrave και συνδέθηκε μαζί του φιλικά. Η φιλία του με τον διάσημο αναβάτη έμελλε να αποτελέσει σταθμό στη ζωή του. Ο Νικόλας εξ’ αιτίας του γνώρισε τον κόσμο των ιπποδρομιών και των στοιχημάτων και η ενασχόλησή του με το νέο του πάθος αποδείχτηκε αρκετά επικερδής για τον ίδιο αφού κατάφερε να κερδίσει μετά από δεκάμηνη παραμονή του στο Μόντρεαλ, 1.200.000 δολάρια. Το εύκολο κέρδος τον γοήτευσε και τον οδήγησε στην απόφαση αναφορικά με το τι θα έκανε στην υπόλοιπη ζωή του.
Η οικογένειά του ωστόσο, μαθαίνοντας ότι ο Νικόλας ήταν στο Μόντρεαλ και έπαιζε στοιχήματα θορυβήθηκε και διαρκή ήταν τα γράμματα που ερχόταν απ’ την Κρήτη γεμάτα παράπονα κι ανησυχίες για το στραβό δρόμο που είχε πάρει ο Νικόλας. Σε μια προσπάθεια να διασκεδάσει την απογοήτευση της οικογένειάς του ο Νικόλας πήρε την απόφαση να επιστρέψει στο Σικάγο, προκειμένου να καταλαγιάσει κάπως τις ανησυχίες των γονιών του. Ταυτόχρονα δέχτηκε διπλό το χτύπημα της μοίρας καθώς απ’ τη μια πέθανε ο νονός του στη Σμύρνη αφήνοντάς του 50.000 δολάρια κι απ’ την άλλη πληροφορήθηκε ότι η κοπέλα που αγαπούσε στο Σικάγο έπασχε από έναν ξαφνικό δυνατό πυρετό και κινδύνευε η ζωή της. Πριν προλάβει να επιστρέψει στο Σικάγο η κοπέλα πέθανε, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στην καρδιά του, που δεν κάλυψε ποτέ του και που αποτέλεσε το βασικό λόγο που έμεινε ανύπαντρος σ’ όλη του τη ζωή.  
Άρχισε να πίνει και να παίζει ζάρια και χαρτιά, χάνοντας όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει στον Καναδά, κάτι που θα επαναλαμβανόταν έκτοτε συνεχώς στη ζωή του.
Ο Δάνδολος όμως δεν ήταν ένας ακόμη χαρτοπαίκτης του συρμού. Οι σπουδές και η κατάρτισή του, η ακόρεστη δίψα του για γνώση και για ζωή, το εξαίρετο μαθηματικό του ταλέντο, τον οδήγησαν σύντομα να αντιληφθεί ότι αν δεν σπούδαζε το αντικείμενο, δεν θα είχε ποτέ του τύχη απέναντι σε χαρτοπαίχτες ολκής, που συνωθούνταν στα καζίνο και τις λέσχες του Σικάγο. Για το λόγο αυτό αποφάσισε να μαθητεύσει δίπλα στους καλύτερους. Έτσι προσέλαβε έναν θρύλο του πόκερ για να του δείξει τα βασικά, έναν τύπο που ισχυριζόταν δηλαδή ότι «αν ο Θεός θέλει να μάθει να παίζει, θα έρθει σε μένα». Γρήγορα εξοικειώθηκε με τους νόμους των πιθανοτήτων και τα ποσοστά επιτυχίας, παίζοντας ταυτοχρόνως στα δάχτυλα τους γραπτούς και άγραφους κανόνες του τζόγου.
Σύντομα έγινε γνωστός σε όλο το Σικάγο. Οι κυρίες όλων των επαγγελματικών ασχολιών έκαναν το κάθε τι ώστε να πέσει ένα βλέμμα του Nick πάνω τους.
Ο ίδιος όμως αδιαφορούσε. Άρχισε να στέλνει χρήματα στους γονείς του και ο πατέρας του ήταν κατευχαριστημένος επειδή νόμιζε ότι ο Νικόλας ασχολούνταν με ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Όταν όμως έλαβε ένα τσεκ 20.000 δολαρίων προβληματίστηκε. Σε λίγο καιρό πήγε στο Σικάγο για να δει αν ο γιος του ήταν σε καλό δρόμο και επεδίωξε να βρει ένα καλό κορίτσι για να τον παντρέψει. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας τον εξόργισε και τον έκανε να επιστρέψει άπραγος πίσω στην Κρήτη, αφού πρώτα έβαλε το γιο του να εργαστεί στο εστιατόριο ενός Έλληνα στο Σικάγο.
Την επόμενη μόλις χρονιά ο Νικόλας επέκτεινε τη χαρτοπαιχτική του δραστηριότητα παίζοντας όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά σε όλες τις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ. Μάλιστα ήταν ο άνθρωπος που νομιμοποίησε το παιχνίδι των ζαριών, κάνοντάς το γνωστό στην υψηλή κοινωνία.
Δαιμόνιος τζογαδόρος καθώς ήταν και ειδήμων της μπλόφας, πολύ σύντομα μετατράπηκε σε δεξιοτέχνη των τυχερών παιχνιδιών, με έφεση κυρίως στο πόκερ και τα ζάρια. Οι χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα μεγάλα καζίνο του Σικάγο μάλιστα πολλές φορές του πρόσφεραν θέση εργασίας με εξαιρετικά παχυλούς μισθούς, προκειμένου να περιορίσουν τη ζημιά που τους έκανε ως παίχτης, χωρίς ωστόσο ο Δάνδολος να δεχτεί. Σταδιακά όλοι οι ειδήμονες του χώρου αναγνώρισαν ότι αυτός ο νεαρός Έλληνας είχε το κάτι παραπάνω στον τζόγο, καθώς δεν δίσταζε να ποντάρει τα πάντα χωρίς να νοιάζεται ιδιαίτερα αν θα κερδίσει ή θα χάσει.
Έπαιζε αδιάκοπα με πάθος και χαρά, πάντα για μεγάλα ποσά, δίνοντας ένα θρησκευτικό χαρακτήρα στην ενασχόλησή του. Ο ίδιος υπολόγιζε ότι στα 60 χρόνια της σταδιοδρομίας του κέρδισε και έχασε γύρω στα 500.000.000 δολάρια, κάνοντας την διαδρομή από την φτώχεια στον πλούτο 73 φορές.
Κάποτε είχε στην κατοχή του 50.000.000 δολάρια, τα οποία κρατούσε σε μία ασφαλή θυρίδα. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε αποσυρθεί επενδύοντάς τα. Η δική του όμως οπτική παρέμεινε αμετάλλακτη και μοναδική. Τα λεφτά σήμαιναν για εκείνον απλώς μία ευκαιρία να παίξει σε μεγαλύτερα και καλύτερα παιχνίδια.
«Όπως έχω πει κατ’ επανάληψη, τα λεφτά έχουν γίνει ένα υποκατάστατο στην κοινωνία μας για σχεδόν οτιδήποτε μπορείς να ονομάσεις. Ακόμη και για τον χαρακτήρα. Απλά λυπάμαι που πρέπει να τα χρησιμοποιούμε για τον τζόγο. Είναι μόνο μία κάβα, ένα ποσό».
Κέρδιζε και έχανε με την ίδια φλόγα, και στα γεράματα ήταν υπερήφανος τόσο για τις ήττες του όσο και για τις νίκες. Μιλούσε μάλιστα για τις ήττες του με τόση υπερηφάνεια, όση κάποιο άλλοι θα μιλούσαν για τα εγγόνια τους.
Κάποτε έχασε 280.000 από τον Arnold Rothstein μια ριξιά ζαριών. Όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος γιατί πόνταρε 280.000, ο Νικόλας απάντησε πως μέχρι τόσα ήθελε να πάει ο Arnold.
Πάντα πλήρωνε τα χρέη του στην ώρα τους και κανείς δεν έχασε ποτέ λεφτά απ’ αυτόν. Παράλληλα έκανε μεγάλες φιλανθρωπίες, τόσο σε ιδρύματα όσο και σε ιδιώτες, σε φίλους αλλά και σε οποιονδήποτε του χτυπούσε την πόρτα. Δεν επέμενε για την επιστροφή των χρημάτων ακόμη και όταν τα έδινε ως δανεικά, εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν δεν μπορούσε να βρει εύκολα πλέον χρήματα και ζητούσε να του επιστραφούν τα όποια δανεικά και χρέη είχαν προς αυτόν άλλοι τζογαδόροι.
Βασιζόταν όμως μόνο στον λόγο τους, χωρίς να έχει καμία υπογραφή τους και έτσι με δυσκολία έπαιρνε πίσω κάποια, λίγα έστω, απ’ τα χρήματά του, με τη βοήθεια ενός φίλου του δικηγόρου που του εξηγούσε ότι ο λόγος τιμής ενός τζογαδόρου δεν έχει πλέον καμία αξία. Μόνο σε ιδρύματα έδωσε 5.000.000 δολάρια και άλλα 2.000.000 σε απλούς ανθρώπους.
Έστειλε περίπου 30 παιδιά φίλων στο κολλέγιο, πλήρωσε πάντα ανώνυμα, χρέη σε νοσοκομεία για πάνω από 1.000 άτομα και βοήθησε άλλους 300 να φτιάξουν την δική τους επιχείρηση.
Όταν τελικά μαθεύτηκε ότι μόνος του έκανε τζίρο περισσότερα λεφτά από πολλές τράπεζες, ήταν πλέον απόλυτα αναμενόμενο να ανακηρυχθεί ως ο κορυφαίος στο παίξιμο χρημάτων παίκτης της χώρας, λαμβάνοντας το προσωνύμιο που θα τον ακολουθούσε έκτοτε: ‘’Nick The Greek’’.
Ο ίδιος πάντως δεν φαινόταν πάντα να απολαμβάνει το προσωνύμιό του αυτό. Στις περιόδους αυτές όποιος τολμούσε να αναφέρει παρουσία του την προσωνυμία ‘’The Greek’’ ήταν σίγουρο πως θα δεχόταν αυστηρή επίπληξη.
«Το όνομα μου είναι Δάνδολος», θα τον διέκοπτε ο Nick προφέροντας αργά και προμελετημένα: “Δ-ά-ν-δ-ο-λ-ο-ς-‘’.
Στο διάστημα που ο Nick έμενε στην Καλιφόρνια σύχναζε σε ένα μαγαζί στο Χόλυγουντ. Εκεί ένα αγόρι που δούλευε ως «παιδί για τα θελήματα» συχνά ξεχνούσε την απέχθεια του Nick για το προσωνύμιό του. Κάθε φορά λοιπόν που ο Δάνδολος δεχόταν ένα τηλεφώνημα το αγόρι έτρεχε στον πολυσύχναστο χώρο φωνάζοντας:
‘’Τηλεφώνημα για τον Nick The Greek, τηλεφώνημα για τον Nick The Greek!”
Ο Nick τον διόρθωνε εκνευρισμένος υπενθυμίζοντάς του το όνομά του. Όλα αυτά όμως άλλαξαν όταν ο ηρωικός ελληνικός στρατός, αν και πολύ μικρότερος και με πολύ λιγότερα πολεμικά μέσα, νίκησε τους Ιταλούς και κατέβαλε ηρωική αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Τότε, καθώς ο Nick διάβαζε ένα άρθρο που εξυμνούσε τον ηρωισμό του ελληνικού στρατού, το αγόρι ξαναήρθε και φώναξε: “Τηλεφώνημα για τον κύριο Δάνδολο”. Αυτή τη φορά ο Nick τον αγριοκοίταξε και του είπε: ‘’Από τώρα και στο εξής, γιε μου, καλύτερα να με φωνάζεις Nick The Greek’’.
«Έζησε ως ένας μοντέρνος Σωκράτης. Δεν πίστευε σε τίποτα το υλικό» είπε κάποιος φίλος του. «Η περιουσία του, όταν πέθανε, μπορούσε να χωρέσει μέσα σε ένα παπούτσι».
Τα πιο πολύτιμα αγαθά του ήταν αυτά που μπορούσε να πάρει μαζί του, και τα πήρε. Δύο απ’ τα αγαθά που πήρε μαζί του ήταν το ελεύθερο και ενθουσιώδες πνεύμα της περιπετειώδης νιότης, που ήταν ένα μοναδικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα για όλο τον καιρό της δράσης του, όπως και το μυστικό να βρίσκει κάθε φορά καινούρια κάβα, ώστε να ξεκινάει πάλι ένα ταξίδι προς την κορύφωση, μια πορεία που ακολουθούν μόνο αυτοί που τολμούν να αμφισβητήσουν την μοίρα.
«Αυτό το πρώτο μυστικό θα το πάρω μαζί μου, καθώς δεν μπορώ να δώσω συμβουλές που μπορεί να φανούν σε κάποιον χρήσιμες. Είναι κάτι που εδρεύει στον χαρακτήρα και όχι στην προσωπικότητα και γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορούν να αποκτηθούν από άλλον…
Και πιστέψτε με, και για το δεύτερο, μια αποκάλυψη των πηγών μου θα ήταν χωρίς νόημα, καθώς αυτές θα είναι πάντα πιο κοντά σε μένα απ’ οποιονδήποτε άλλον και όταν εγώ θα έχω φύγει, δεν θα μου χρειάζονται πια».
Πάντως οι φήμες τον ήθελαν να βρίσκει χρήματα είτε από ένα μικρό γκρουπ πλούσιων Ελλήνων, είτε από ένα μεγάλο γκρουπ φτωχών Ελλήνων, είτε από μία πλούσια Νεοϋορκέζα χήρα που δεν έχει δει ποτέ κανείς, είτε από διάφορους, εκτός των καθιερωμένων, μαφιόζους. Ο Nick γελούσε με όλες αυτές τις εικοτολογίες και επέμενε ότι έπαιζε μόνο δικά του χρήματα.
Το 1919, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, στο μικρό πριγκιπάτο του Μονακό, είχε συγκεντρωθεί πλήθος βασιλέων και αριστοκρατών, καθώς και πολλοί ζάπλουτοι επιχειρηματίες. Ανάμεσά τους κι ο Δάνδολος που επισκέπτονταν το καζίνο κάθε βράδυ παρακολουθώντας την δράση, παίζοντας μόνο μερικές εκατοντάδες δολάρια. Η φήμη του τον ακολουθούσε και στο Μόντε Κάρλο κι όλοι αναρωτιόνταν πότε θα έβλεπαν τον πραγματικό Nick. Πέρασαν όμως μέρες και εβδομάδες χωρίς να υπάρχει καμία αλλαγή στην συμπεριφορά του. Ο ίδιος όμως έβλεπε και μετρούσε όλες τις παραμέτρους του παιχνιδιού.
Υπολογίζοντας τις πιθανότητες τίναξε την μπάνκα των 500.000 φράγκων (20.000 δολάρια) τρεις φορές. Μετά από αυτό επέστρεψε για πέντε συνεχόμενες ημέρες για ένα τελικό νικηφόρο αποτέλεσμα 320.000 δολαρίων.
Είναι ένα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφτεί, ούτε και από τον Βρετανό τζογαδόρο Charles Wells που η καλή του τύχη ενέπνευσε το τραγούδι ‘’Ο άνθρωπος που τίναξε στον αέρα την μπάνκα του Μόντε Κάρλο’’.
Το κατόρθωμά του έγινε παγκοσμίως γνωστό και πλέον πλήθος κόσμου τον ακολουθούσε σε κάθε του μετακίνηση. Για να μπορεί να τους αποφεύγει όλους αυτούς προσέλαβε έναν νεαρό γκρουμ του ξενοδοχείου που διέμενε, τον Ηρακλή Μαυροκορδάτο, επειδή τον πέτυχε να διαβάζει στο διάλλειμά του μία ελληνική έκδοση του Πλάτωνα. Ο ίδιος ο Nick συνήθιζε να διαβάζει πάντα Πλάτωνα κι Αριστοτέλη, κατάλοιπο των σπουδών του και δεν τους αποχωρίζονταν ούτε στα μεγάλα τουρνουά χαρτοπαιξίας στα οποία έπαιρνε μέρος.
«Στην αρχαία φιλοσοφία βρίσκεις γνώση, γαλήνη της ψυχής, διεξόδους και ισορροπία», συνήθιζε να λέει στους Αμερικανούς που τον κοίταζαν εμβρόντητοι.
Ο Ηρακλής λοιπόν ή «Litl Xarry» όπως τον μετονόμασε ο Nick έγινε η σκιά και ο φίλος του. Εκτελούσε χρέη προσωπικού του βοηθού σε όλες τις δουλειές, σωματοφύλακα, πληροφοριοδότη και άλλων πολλών.
Σύντομα, εξαιτίας μιας πληροφορίας του Xarry, ο Nick έκλεισε ένα ιδιωτικό παιχνίδι με τον Σουλτάνο και μετέπειτα βασιλιά Φουάντ Α΄ της Αιγύπτου, όπου χάρη στο ταλέντο του στη μπλόφα κέρδισε 700.000 δολάρια. Το μισό ποσό το έχασε λίγες μέρες αργότερα στο Σικάγο, μετά από δύο ημέρες συνεχές παιχνίδι ζαριών, για να τα ξανακερδίσει με τόκο λίγες μέρες αργότερα.
Αυτές οι μεταπτώσεις ήταν η ζωή που ονειρευόταν. Έπαιζε για τη χαρά του παιχνιδιού και μόνο. Ταυτόχρονα διεύρυνε τον κύκλο γνωριμιών του παίζοντας άλλοτε με βασιλιάδες και βιομήχανους και άλλοτε με γκάγκστερ. Σε κάθε περιβάλλον είχε την ικανότητα να προσαρμόζεται ως χαμαιλέοντας και να μιλά και να φέρεται αναλόγως.
Θρυλικός για τις μπλόφες του και μέγας εραστής της τράπουλας, έχει απαθανατιστεί στην Ιστορία ως ο διασημότερος τζογαδόρος της Αμερικής, ένας άθλος από μόνος του που περιβάλλεται πια, όπως είναι φυσικό, από την αχλή του μύθου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου