ΩΡΑ...

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Το βέλος - Λένα Μαυρουδή Μούλιου



Με το που ξύπνησε και άνοιξε τα παράθυρα να μπει το φως της μέρας στο δωμάτιο, μπήκε και ένα βέλος με ένα χαρτί καρφιτσωμένο πάνω του και πήγε και καρφώθηκε στον απέναντι από το παράθυρο τοίχο.
Στην αρχή, ο Μάνος δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό το ιπτάμενο αντικείμενο να το πει, ή μεγάλο έντομο, μια ακρίδα π.χ.
Ο άνθρωπος είχε μια μεγάλη απέχθεια στα έντομα γενικά, που έφθανε στα όρια της υστερίας. Μη δει μύγα και κουνούπι, αράχνη και ζουζούνι, πόσο μάλλον μη δει μιαν ακρίδα. Μα τούτο δω που καρφώθηκε στον τοίχο του, μήτε κουνιόταν, μήτε έμοιαζε τελικά με ακρίδα. Ήταν ένα βέλος όπως είπαμε τελικά και καλά το είχε καταλάβει από την αρχή. Και φως φανάρι, αυτό ενήργησε σαν ιδιότυπος ταχυδρόμος ή σαν πρωτότυπος κούριερ με το σημείωμα καρφιτσωμένο πάνω του.
Ανοίγει ο Μάνος το χιλιοδιπλωμένο χαρτί και διαβάζει γεμάτος απορία:
«Δεν το περίμενες το γράμμα μου ε;… Δεν το περίμενες. Δεν σου το έστειλα με τον συνηθισμένο τρόπο και ξέρεις γιατί; Για να σου τονίσω ότι είμαι κάπου κοντά σου. Και έτσι θα είμαι από τούδε και στο εξής. Μια δε απ’ όλες αυτές τις φορές, θα είναι και η τελευταία που θα βλέπεις το φως του ήλιου. Κάθαρμα…»   
Ο Μάνος δεν τα έχασε. Είχε μάθει στη δουλειά του να βρίσκεται αντιμέτωπος με αλλοπρόσαλλες καταστάσεις και βέβαια μια από δαύτες θα ήταν και τούτη. Ήταν δε σίγουρος ότι ο σκοπευτής το είχε σκοπό να γλεντήσει πρώτα με το θύμα του, να το εκνευρίσει και σίγουρα να το φοβίσει και μετά να το εκτελέσει, αν βέβαια δεν τον προλάβαινε το υποψήφιο θύμα του και να γίνει εκείνο από θύμα θύτης.
Ο Μάνος έβαλε το βελάκι σε ένα κουτί με χώρο αρκετό να φιλοξενήσει και άλλα βέλη που θα ακολουθούσαν, σίγουρα. Είχε σκοπό να τα πάει μαζί με τα σημειώματα σε ένα γραφολόγο μήπως και εκείνος μπορούσε να του δώσει στοιχεία του χαρακτήρα του περί ου ο λόγος και να τον κατατοπίσει. Και κάποιος τεχνικός να του πει σαν τι μέσον χρησιμοποιούσε για εκτοξευτήρα.  Σφεντόνα; Μέγεθος μικρό, μεγάλο; Απλή δηλαδή κατασκευή ή προηγμένης τεχνολογίας. Θα πει κανείς, και τι τον ένοιαζε αυτό; Τι σημασία μπορεί να είχε; Μα και βέβαια είχε. Όλα είχαν τη σημασία τους, για να ολοκληρωθεί το puzzle που βρισκόταν βέβαια στα πρώτα στάδια της διαμόρφωσής του. Ευρηματικός ο απειλών δράστης, μα και ο απειλούμενος δεν πήγαινε πίσω ούτε από ευρηματικότητες ούτε από εξυπνάδα. Επομένως ένας αγώνας από δύο εξπέρ του είδους, αν μη τι άλλο θα είχε ενδιαφέρον.
Αρχίζοντας από το Μάνο να πούμε, ότι ήταν απολύτως φυσικό να έχει παντός είδους εχθρούς από όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση εξ’ αιτίας της φύσεως της δουλειάς του. Ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας και ειδικά του Εγκληματολογικού και οι γνώσεις του επί του αντικειμένου, Πανεπιστημιακού επιπέδου.
Δεν είχε κάνει οικογένεια γιατί ήξερε ότι ναι μεν σαν αστυνομικός ήταν ο άριστος των αρίστων όμως σαν σύζυγος θα ήταν μακριά από οικογενειακά καθήκοντα. Και έτσι τελειομανής που ήταν, δεν θα άντεχε όχι μόνο να ακούσει να του προσάπτουν ελλιπή συμμετοχή του σ’ αυτό που λέμε ‘’συζυγικά καθήκοντα’’ (δεν εννοούμε μόνο το σεξ) καθώς το μυαλό του ήταν διαρκώς απασχολημένο στις υποθέσεις που αναλάμβανε προσωπικά, αλλά σαν τίμιος άνθρωπος που ήταν θα παραδεχόταν αυτήν την ελλιπή συμμετοχή  χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό. Θεωρούσε ότι μια γυναίκα όσο και αν τον αγαπούσε και όση κατανόηση και αν έδειχνε, θα ερχόταν η στιγμή που τα ‘’θέλω ‘’ της και τα πιο στοιχειώδη δεν θα δεχόταν να μπουν σε δεύτερη και τρίτη μοίρα. Ο Μάνος, αυτό το καταλάβαινε και το εύρισκε σωστό, γι’ αυτό  και έμεινε μαγκούφης που λέμε, μα όχι βέβαια και ανέραστος… Αυτό εννοείται. Οι επιδώσεις του και στον τομέα αυτό για Αριστείο!
Ήταν ένα παλληκάρι που ήξερε να αγαπά, να παθιάζεται και να δίνει μέχρι εκεί όμως που τον έπαιρνε, που του ήταν επιτρεπτό, όπως προείπαμε και ελπίζουμε να έγινε κατανοητό…
Πήγε λοιπόν σε έναν πολύ γνωστό γραφολόγο και αυτό που εκείνος του είπε τον εξέπληξε:
«Όχι φίλε μου η ζωή σου δεν κινδυνεύει από αυτόν τον τύπο. Ο ‘’βελάκιας’’ δεν είναι εγκληματίας. Να σε φοβίσει θέλει και ίσως να σου επιστήσει την προσοχή σου σε κάτι. Δεν μπορώ βέβαια να ξέρω τι είναι αυτό».
«Να με φοβίσει βρε Δημήτρη μου να μην κάνω τι;»
«Σου είπα, δεν ξέρω. Αυτό είναι δική σου δουλειά να το ανακαλύψεις. Σε κάθε περίπτωση, άσε και θα δούμε. Περισσότερο από βέβαιο είναι ότι σε  τακτά ή… άτακτα χρονικά διαστήματα θα έχεις ραβασάκια του είδους αυτού. Και με αυτόν τον τρόπο. Το μόνο σίγουρο. Όπως και να ’χει, ο τύπος πέτυχε το πρώτο στάδιο του σκοπού του, να σου κεντρίσει δηλαδή το ενδιαφέρον. Λάθος κάνω Μάνο;»
Πράγματι, την επόμενη κιόλας μέρα, καθώς έβγαινε από το σπίτι του κλειδώνοντας την εξώπορτα της μονοκατοικίας του, τσουπ και το γνωστό βελάκι ήρθε και καρφώθηκε εκατοστά πιο μακριά από το δεξί του χέρι. Αστραπιαία γυρίζει να δει τον αποστολέα, μα δεν είδε παρά αδιάφορους ανθρώπους να βαδίζουν στον δρόμο και άλλους επίσης αδιάφορους να στέκονται στο περίπτερο με μια εφημερίδα στα χέρια διαβάζοντας προφανώς κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από του να ρίχνουν χαζά βελάκια. Δύο, τρεις μαθητές με τις μανάδες τους, είδε να πηγαίνουν στο γειτονικό σχολείο περπατώντας βιαστικά, προφανώς για να προλάβουν την πρωινή προσευχή. Κανείς άλλος που να τραβήξει ιδιαίτερα  την προσοχή του. Έβγαλε το χαρτάκι  από το βέλος που το κράτησε προσεκτικά με το μαντήλι του, γιατί το είχε σκοπό να το πάει για τυχόν αποτυπώματα. Δεν ξέρεις καμιά φορά. Μπορεί ακόμη και σε τόσο μικρές επιφάνειες να βρεθούν αξιοποιήσιμα δακτυλικά αποτυπώματα. Ζήτημα τύχης.
Το χαρτί έλεγε:
«Κακή σου μέρα Μπάτσε. Πανάθεμα σε. Γιατί να υπάρχουν στον κόσμο τέτοια πλάσματα εγωπαθή σαν εσένα; Τι καλά που θα ήταν, κάποιος να αναλάμβανε την πλήρη εξάλειψή σας!!! Πόσο ωραιότερος θα ήταν ο κόσμος τούτος!!! Η ζωή για μας τους υπόλοιπους, θα ήταν πολύ καλύτερη, ως προς αυτόν τον τομέα έστω. Και όπως ίσως κατάλαβες προς τα εκεί εστιάζω την προσοχή μου».
Ο Μάνος βλαστήμησε μέσα του. Και ήταν πρωί. Και δεν είχε πιει ούτε έναν καφέ ακόμα…
Πολύ άσχημο ξεκίνημα της ημέρας και η δουλειά στο γραφείο που τον περίμενε όπως πάντα απαιτητική και το χειρότερο βιαστική. Αν ο ‘’βελάκιας,’’ όπως τον είχε βαφτίσει ο γραφολόγος, επεδίωκε να τον αποσυντονίσει σπάζοντας τα νεύρα του, τα είχε ψιλοκαταφέρει, αν ο Μάνος ήθελε να είναι εντελώς ειλικρινής με τον εαυτό του.
Ξανακοίταξε γύρω του προσεκτικότερα, μα τίποτα δεν κίνησε περισσότερο την υποψία του για το ποιος μπορεί να ήταν ο πρωινός ενοχλητικός περίεργος επισκέπτης με τα παράξενα ανώνυμα μπιλιετάκια του. Αν όμως έκρινε από τη φορά που είχε και το βέλος που καρφώθηκε ξυστά δίπλα στο χέρι του θα πρέπει να ήταν το πολύ μέχρι το περίπτερο αφ’ ενός και η επιδεξιότητα του σκοπευτή άριστη. Και το χθεσινό του ερώτημα επανήλθε: Αυτοσχέδιος εκτοξευτήρας; Καλής τεχνολογίας; Ή δια χειρός εποίησεν; Που σημαίνει πολύ απλά, πως ο μπάσταρδος έριχνε τα βέλη με το χέρι όπως ρίχνουν τα αγόρια στη ρόδα που έχουν κρεμασμένη στον τοίχο του δωματίου τους και κατατρυπούν τον τοίχο ολόγυρα, κάνοντας τη μάνα τους να απειλεί Θεούς και δαίμονες, αλλά που τίποτα δεν καταφέρνει τελικά ή δόλια! Αλλά σ’ αυτήν την περίπτωση Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Και ο Μάνος δεν είδε σίγουρα ΚΑΝΕΝΑΝ ούτε άντρα ούτε γυναίκα να βρίσκονται κάπου κοντά του την επίμαχη στιγμή.
‘’Καλά κερατά. Πού θα μου πας; Θα σε πιάσω. Δεν θα σε πιάσω λες; Και το ξύλο που έχεις να φας δεν περιγράφεται μακάρι να με καλέσουν σε απολογία για υπέρβαση καθήκοντος. Για μια και μοναδική φορά στη ζωή μου θα το απολαύσω. Θα το ευχαριστηθώ.’’ μονολόγησε μπαίνοντας στο αυτοκινητάκι του. Μπαίνοντας, του φάνηκε ότι πήρε το μάτι του μια κίνηση στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού που ήταν παρκαρισμένο στο πάρκινκ απέναντι στο σπίτι του. Μα δεν γύρισε να βεβαιωθεί αν κάποιος του έπαιζε τον κρυφτούλι. Αρκέστηκε να φωτογραφίσει με την πολαρόιντ του μυαλού του το φορτηγό. Και τούτο, γιατί δεν ήθελε να δείξει ότι αντελήφθη την ανεπαίσθητη κίνηση που του φάνηκε πως είδε.
‘’Ο κανάγιας, όποιος και αν είναι, τώρα θα γελάει εις βάρος μου. Άντε και θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος,’’ σκέφτηκε.  
Στο γραφείο του, τον περίμενε ένας τέτοιος φόρτος εργασίας που γρήγορα ξέχασε τόσο τα βέλη, όσο και να πάρει τηλέφωνο το κορίτσι του που είχε τρεις ημέρες να το δει. Καταντούσε παρεξηγήσιμη και εκνευριστική η αμέλειά του. Ε, όχι κι’ έτσι βρε φίλε, όχι και έτσι πια. Δεν θα έχει δίκιο η κοπέλα να παραπονεθεί; Όμως όχι. Δεν παραπονιέται και αυτό είναι πολύ περίεργο για γυναίκα και μάλιστα ερωτευμένη. Ή μήπως είναι αδιαφορία; Α, όχι. Ειδικά αυτό δεν το άντεχε. Σε μια σχέση του, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον είχε πάντα αυτός, ήταν απαραβίαστο θέσφατο!!! Πέστε τον εγωιστή, πες τε τον αυτάρεσκο, αυτός ήταν που είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο… έτσι τουλάχιστον συνέβαινε μέχρι τώρα. Λες να άλλαξαν τα πράγματα Μάνο; Λες επιτέλους να βρήκες έναν δάσκαλο που θα σου διδάξει ότι τα πράγματα δεν είναι κατά πώς τα θέλεις εσύ πάντα; Και ότι η  υπομονή έχει και κάποια όρια τα οποία πάντα εσύ ξεπερνάς ελαφρά τη καρδία, και με το πρόσχημα της δουλειάς και του εξ’ αυτής καθήκοντος; Θα δείξει Μάνο, θα δείξει. Πάντως ότι σε νοιάζει, είναι γεγονός και μη μας λες όχι, γιατί και να το πεις εμείς δεν σε πιστεύουμε… 
Εκεί γύρω στις 11π.μ. κτυπά για ακόμη μια φορά το τηλέφωνο και μια φωνή που δεν ξεχώριζε αν ήταν γυναίκας ή άντρα του λέει:
«Ποιον συνάνθρωπό μας άραγε θάβεις αυτή τη στιγμή μπάτσε; Με τέτοια εμπειρία στο θάψιμο που έχεις, μόλις πάρεις την σύνταξή σου, να ανοίξεις κανένα πεθαμενατζίδικο. ‘’Γραφείο Τελετών’’, επί το επισημότερο. Θα θησαυρίσεις, άκου με που σου λέω. Αυτά. Άντε και κακή σου μέρα».
Ο Μάνος δεν είπε λέξη. Μα με το κατάλληλο κασετόφωνο που ήταν προσαρμοσμένο στην συσκευή του τηλεφώνου κατέγραφε το μήνυμα του ‘’βελάκια.‘’ Δεν του έδωσε βέβαια τα διαπιστευτήριά του εκείνος, αλλά από τα συμφραζόμενα αυτό κατάλαβε, ότι δηλαδή ήταν αυτός.
Σε γραφολόγο είχε πάει, όπως και είπαμε.
Σε ειδικό τεχνικό επίσης.
Τώρα θα πήγαινε και σε γλωσσολόγο να του αναλύσει τη φωνή. Να ήταν γυναίκα, ή άντρας; Για γυναίκα λίγο χλωμό το έβλεπε. Τόσο δεινή σκοπεύτρια Ολυμπιακών προδιαγραφών δεν νομίζει ότι υπάρχει. Αυτό πίστευε, και άδικο δεν είχε να το πιστεύει. Όποιος πάντως και αν ήταν τα κατάφερε να του χαλάσει τη μέρα. ‘’Καλάάάά, καλάάάά, φίλε. Κάνε παιχνίδι και τα λέμε οι δυο μας.’’ μουρμούρισε ξανά και με τη δουλειά του απορροφήθηκε τόσο πολύ, που τα κατάφερε να ξεχάσει την ιστορία με τα βέλη και τα ανώνυμα τηλεφωνήματα.
Γύρω στις 2.30, όταν οι περισσότεροι συνάδελφοί του πήγαν για φαγητό,  αυτός παράγγειλε έναν διπλό πικρό καφέ και ένα τοστ από το κυλικείο του Αστυνομικού Τμήματος, όχι γιατί πεινούσε αλλά έτσι σαν από συνήθεια και κάθισε στην στριφογυριστή καρέκλα του γραφείου του για να φάει.
Μα βρε συ Μάνο, όχι πια και τέτοια συμπεριφορά απέναντι στον εαυτό σου. Να σε πάρει η ευχή του θεού, να σε πάρει. Ούτε ένα φαγητό της προκοπής δεν γίνεται να φας σαν άνθρωπος; Και αυτό το λες ζωή, φίλε μπάτσε; Μην αυταπατάσαι. Όχι, δεν είναι αυτή ζωή, για έναν άντρα 40 χρόνων. Οι μοναχοί στο Άγιον Όρος τρώνε χίλιες φορές καλύτερα και σωστότερα από σένα, παρά τους περιορισμούς. Και καλά εσύ, μα το κορίτσι σου μωρέ; Δεν μας λες, πότε ήταν η τελευταία φορά που την έβγαλες έξω για ένα ποτό έστω; Θυμάσαι; Να σου το θυμίσω εγώ. Ήταν τότε πριν τρεις μήνες, που σου είπε ότι ήταν η …γιορτή σου!!!... Ούτε και αυτήν είχες θυμηθεί. Τρομάρα σου…
Πάνω σ’ αυτήν τη σκέψη είπε να πάρει τη Δήμητρα τηλέφωνο να της πει ένα αμήχανο ‘’γεια’’ όχι από αυτά τα αυτονόητα και τετριμμένα, αλλά, ένα ζεστό και τρυφερό ’’γεια‘’ σου, πράγμα τόσο ασυνήθιστο ως εάν κάποιος να του έλεγε ότι την επομένη δεν θα πήγαινε Γραφείο λόγω… αργίας!
Μα η Δήμητρα δεν ήταν σπίτι. Ούτε στο κινητό απαντούσε. ‘’Η κλήση σας προωθείται…’’
Ε, και που προωθείται τι κέρδιζε εκείνος; Τώρα, πού ήταν;    
‘’Έλα βρε κορίτσι μου, πού είσαι; πού είσαι με τόσους βιτσιόζους να κυκλοφορούν ελεύθεροι σαν και τούτον εδώ τον ‘’βελάκια’’ τον δικό μου;’’     Τι ήταν να κάνει αυτή τη σκέψη; Και αν αντί αυτού του ιδίου τα έβαζε με το κορίτσι του που όσο να’ ναι είναι πιο εύκολος στόχος από κείνον, τι γίνεται τότε;
‘’Α, όχι Δήμητρα. Μην αρχίσω και ψάχνω για σένα τώρα; Όχι που να πάρει!‘’
«Μήτσο», φώναξε τον αστυφύλακα βοηθό του. «Κάνε μου μια χάρη φίλε. Είναι χάρη προσωπική όχι της υπηρεσίας μας. Πήγαινε μέχρι το σπίτι της Δήμητρας και δες τι παίζει. Γιατί κάτι δεν μου πάει καλά σήμερα με αυτήν της την απουσία και την τηλεφωνική σιωπή της. Αν είχε κάπου να πάει θα μου το είχε πει για να μην ανησυχώ καλή ώρα σαν και τώρα. Ξέρει τι σπαστικός είμαι  όταν δεν ξέρω πού βρίσκονται οι δικοί μου άνθρωποι. Πήγαινε και αν δεις κάτι περίεργο τηλεφώνησέ μου στο ιδιαίτερο τηλέφωνό μου και έφτασα αμέσως. Ευχαριστώ φίλε».
Και ο Μάνος κάθισε να πιει τον καφέ του που είχε κρυώσει και ήταν για πέταμα. Για το τοστ ούτε λόγος. Ούτε που το ακούμπησε.  
Καλά Μάνο μη φας. Όταν αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις την ‘’άσπρη μπλούζα’’ με τις απαγορεύσεις της τις προτροπές της που τώρα σου φαντάζουν αδιανόητες έλα να τα ξανασυζητήσουμε.
Για ποια ‘’άσπρη μπλούζα’’ ομιλώ; Ρωτάς… και σε είχα για έξυπνο…
Και να, το ιδιαίτερο τηλέφωνο κτυπά και ο Μάνος γεμάτος αγωνία το σηκώνει: «Έλα Μήτσο τι γίνεται;» ρωτάει.
«Μόνο Μήτσο δε με λένε μπάτσε, η ‘’σκιά ‘’σου αν θες να πεις, πες με. Λοιπόν άκου. Το κορίτσι σου, να πάψεις να το θεωρείς ΣΟΥ. Όταν αυτό το κάνεις, ίσως κι’ εγώ το σκεφτώ και δεύτερη φορά και πάψω να ασχολούμαι μαζί σου. Δεν μου είναι διόλου ευχάριστο, πίστεψέ με, να σε βάζω στο σημάδι αφ’ ενός και αφ’ ετέρου να αντικρίζω τα αντιπαθητικά σου μούτρα. Κοίταξε λοιπόν τις όποιες δουλειές σου και μακριά από τη Δήμητρα. Ούτως ή άλλως στη χάση και στη φέξη τη βλέπεις την άτυχη κοπέλα».
«Ποιος είσαι συ ρε χαμένε που θα μου ορίσεις τι να κάνω ή να μη κάνω στη ζωή μου; Ποιος είσαι γενναίε άντρα που κρύβεσαι πίσω από ανώνυμα τηλεφωνήματα και δεν έχεις το θάρρος να μου φανερωθείς; Άκου, φανερώσου και σου δίνω τον λόγο μου ότι στην υπόθεση δεν θα ανακατέψω την υπηρεσία και τα εξ΄ αυτής ευεργετήματα για να σε κλείσω στη στενή. Σαν ίσος προς ίσον θα αντιμετωπιστούμε. Αν κατάλαβα καλά είσαι ο απαγωγέας της;»
«Όχι, που ο διάολος να σε πάρει και σένα και την εξυπνάδα σου για την οποία και είσαι τόσο υπερήφανος. Είμαι κάποιος που νοιάζεται γι’ αυτήν και δεν μπορώ να βλέπω να χαραμίζει τη ζωή της με σένα πλάι της. Ξεκουμπίσου λοιπόν και ξέχνα την. Θα είναι ίσως και η μόνη καλή πράξη που θα έχεις διαπράξει στη ζωή σου».
Όσην ώρα του μιλούσε ο ‘’βελάκιας’’ ο Μάνος κατέγραφε την ομιλία Και εκείνο που του έκανε τρομερή εντύπωση ήταν, πώς και αυτός γνώριζε το απόρρητο τηλέφωνό του που το γνώριζαν μόνο τρία άτομα:ο Μήτσος ο βοηθός του, ο Προϊστάμενός του και η Δήμητρα. Από ποιον λοιπόν εξ ‘ αυτών των τεσσάρων, του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου, υπέκλεψε το τηλέφωνο; Να λοιπόν από πού έπρεπε να αρχίσει την έρευνα. Μα εντωμεταξύ, τι γίνεται με τη Δήμητρα; Ο Μήτσος ακόμη δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο. Και άλλο δεν άντεχε να κάθεται και να περιμένει με τα χέρια δεμένα για ένα τηλεφώνημα που δεν το έβλεπε να γίνεται. Σηκώθηκε,  κατέβηκε στο δρόμο, πήρε το περιπολικό, και οδηγώντας μόνος του κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Δήμητρας που δεν απείχε ούτε τέσσερα χιλιόμετρα το πολύ, από το αστυνομικό Τμήμα. Στο κτύπημα του κουδουνιού  της δεν του απάντησε κανείς, μα ούτε και το Μήτσο είδε κάπου εκεί τριγύρω. Άλλο και τούτο. Τι έγινε με όλους σήμερα; Τους κατάπιε μια εκκωφαντική σιωπή; Μα όλους;… Δικούς, φίλους συνεργάτες και εχθρούς; Όλους; Συνεννοήθηκαν να τον τρελάνουν σήμερα;
 Αχ βρε Μάνο, βρε Μάνο… Στο κέντρο του κόσμου πάντα εσύ, εσύ, εσύ. Για χάρη σου λες να σιωπούν άπαντες σήμερα;
Ο Μάνος, για πρώτη φορά στη ζωή του της υποσχέθηκε -της… ζωής του!- ότι αν όλα κατέληγαν καλά και δεν είχε συμβεί κάτι το τρομερό, θα άλλαζε τροπάρι. Θα υπήρχε βέβαια η υπηρεσία του, σύμφωνοι, της ήταν αφοσιωμένος, μα υπήρχε και η Δήμητρα. Υπήρχε Και ΑΥΤΟΣ. Έδωσε σιωπηρή υπόσχεση ότι θα άλλαζε την καθεστηκυία τάξη του.
Και εκεί που οι μαύρες σκέψεις του τον έπνιγαν και ακουμπώντας στο περιπολικό κοιτούσε τα κλειστά παράθυρα της καλής του, στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας της, αισθάνθηκε σαν κάτι να κτύπησε το πηλήκιό του. Το βγάζει, και βλέπει στο φουσκωτό του μέρος, το γνωστό βελάκι με το συνοδευτικό του σημείωμα.:
«Εδώ την ψάχνεις χαμένε;;; ΕΔΩ;;; Στο Νοσοκομείο είναι, εκεί όπου ΕΣΥ την έστειλες που ο διάβολος να σε πάρει καταραμένε. Σιγά μη σου πω και σε ποιο Νοσοκομείο. Γλύτωσε -αν γλύτωσε– από του Χάρου τα δόντια, να σε δει μπροστά της και να μπει ξανά μανά στην Εντατική; Σ’ αφήνω μόνο σου με τις τύψεις σου, αν ξέρεις τι σόι πράγμα είναι αυτές…»    
Τι του έλεγε ο θεόμουρλος αλήτης; Για ποιο Νοσοκομείο μιλούσε και για ποιες τύψεις; Ποιος ξέρει με ποιον άλλον τον είχε μπερδέψει. Έτσι και τον είχε στα χέρια του θα έβλεπε ποιος χρειαζόταν την Μ.Ε.Θ.
‘’Αχ βρε Δήμητρα κορίτσι μου πού είσαι;’’
Κτυπά το προσωπικό του τηλέφωνο:
«Αρχηγέ, δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι γίνεται. Κάτι το σοβαρό θα πρέπει να έπαθε η δεσποινίς Δήμητρα. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας της την πήγε στο Νοσοκομείο αλλά η γυναίκα του δεν ξέρει να μου πει σε ποιο. Της έδωσα το τηλέφωνό σου, έτσι και επικοινωνήσει μαζί της να τον ρωτήσει και να σε πάρει μετά εσένα να σου πει. Εγώ εντωμεταξύ, έμαθα ποια εφημερεύουν και θα τα πάρω με τη σειρά να μάθω από τα γραφεία κίνησης ασθενών πού είναι . Σ’ αφήνω αρχηγέ και κουράγιο».
‘’Τι έπαθες μωρό μου, τι έπαθες που ο μουρλός με τα βελάκια το ξέρει κι’ εγώ  ο άνθρωπός σου, αγρόν ηγόραζα που λένε. Γιατί δεν με ειδοποίησες;’’
Και ο Μάνος άκουσε, και θα έπαιρνε όρκο γι’ αυτό, τον αδυσώπητο εαυτό του να του απαντά: «Να σε ειδοποιήσει; Και να αφήσεις το υπερπολύτιμο καθήκον σου, της υπηρεσίας σου για να τρέχεις πίσω από γυναίκες σε γιατρούς; Παίζει; Δεν παίζει».
Ωχ και στο διάβολο το γραφείο και τα καθήκοντα. Άλλωστε δεν ήταν δα και αναντικατάστατος. Τόσοι άξιοι συνάδελφοι υπήρχαν εκεί μέσα. Δεν ήταν αυτός όπως κακώς νόμιζε, το Άλφα και το Ωμέγα της Αστυνομίας…  Αργά βέβαια το κατάλαβε. Και σαν τρελός άρχισε κι’ αυτός να ψάχνει τα Νοσοκομεία. Σ’ αυτό τουλάχιστον στάθηκε τυχερός. Στο πρώτο που πήγε, ήρθε φάτσα με φάτσα με τον θυρωρό της Δήμητρας. Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Αυτός ήταν.
«Καλημέρα κυρ Μηνά. Τι κάνεις;»
«Α, εσύ είσαι αφεντικό; Τη Δήμητρα έφερα εδώ».
«Και τι έπαθε η Δήμητρα κυρ Μηνά; λέγε μου».
«Ακριβώς να σου πω δεν ξέρω, είχε αιμορραγία. Το μωρό αν κινδύνεψε δεν ξέρω επίσης. Δεν το είπαν σε μένα οι γιατροί και καθώς δεν υπήρχε κανείς δικός της άνθρωπος, δεν είπαν και σε κανέναν τίποτα;»
«Κυρ Μηνά, για τη Δήμητρα τη δικιά μου μιλάμε, έτσι; Η Δήμητρα έγκυος;» «Τι είπες αφεντικό; ΕΜΕΝΑ ρωτάς αν το κορίτσι σου είναι έγκυος; Τι άλλο θα ακούσω σήμερα Θεέ μου; Εκείνο που έχω να σου πω, είναι να πας να ρωτήσεις τους υπεύθυνους γιατρούς να σου πουν τι ακριβώς γίνεται. Εγώ άλλο δεν χρειάζομαι μιας και είσαι εσύ εδώ. Περαστικά αφεντικό, περαστικά…»
Τα συναισθήματα του Μάνου, ένας σωρός απείθαρχα συσσωρευμένος περισσότερο στην καρδιά παρά στο μυαλό. Το κορίτσι του σε κίνδυνο. Και σε κατάσταση εγκυμοσύνης; Το μυαλό του σιγά σιγά μετά από την καρδιά άρχισε να ρολλάρει φυσιολογικά. Λες βρε σ’ αυτήν την ιστορία να έπαιξε τον ρόλο του ο ‘’βελάκιας’’; Να την θεώρησε ευκολότερο εκείνου θύμα και να της επιτέθηκε; Αλλά πάλι, αν έκρινε από τα ραβασάκια του, δεν φάνηκε εχθρικά διακείμενος προς την κοπέλα. Το αντίθετο θα έλεγε. Φερόταν σαν υπερασπιστής της, σαν όλη αυτή η ιστορία με τα βέλη να ήταν ένα είδος μομφής εναντίον του, πεπεισμένος ότι ο Μάνος νοιαζόταν ελάχιστα για το κορίτσι.
Προς αυτήν την κατεύθυνση στράφηκαν οι σκέψεις του Αστυνομικού, και προς τα κει θα άρχιζε να κινείται για να βγάλει μιαν άκρη για το ποιος είναι. Ίσως κάποιος κοινός γνωστός τους και φίλος περισσότερο της Δήμητρας βέβαια. Ναι… ναι… ΝΑΙ. Αυτό ήταν. 
Τώρα προείχε όμως η ίδια η κοπέλα.
Από το γραφείο κινήσεως και μετά από τις πληροφορίες τον ενημέρωσαν ότι μπορούσε να την δει. Ήταν στο δωμάτιό της αριθμός 10, στο γυναικολογικό τμήμα. Ο εφημερεύων μαιευτήρας γυναικολόγος τον καθησύχασε ότι δεν κινδύνευε ούτε η μητέρα ούτε το κυοφορούμενο αγοράκι. Υπήρξε μια αρκετά μεγάλη ρήξη του πλακούντα εξ’ ου και η αιμορραγία. Αύριο θα πάρει εξιτήριο. Στο σπίτι της θα καθίσει λίγες ημέρες στο κρεβάτι και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, είπε στο έκπληκτο πάντα αστυνομικό ο γιατρός, κτυπώντας τον ελαφρά και ενθαρρυντικά στην πλάτη. Επιφυλάχθηκε δε, να τους δώσει ακριβείς οδηγίες για το πώς θα κινηθούν από δω και πέρα. Χρειαζόταν μια περαιτέρω προσοχή καθ’ όσον θα έμπαινε η κοπέλα όπου να’ ναι στον 7ο μήνα της κυήσεως. Κτλ. κτλ….
 Μα για στάσου ύψιστε Θεέ. Μπορεί ο Μάνος να ήταν ένα ατρόμητο παλληκάρι που δεν ήξερε τι θα πει φόβος, μα σήμερα του έπεσε δόση μαζεμένη από απίστευτα πράγματα για να πεις ότι θα έμενε απαθής.
Ο ‘’βελάκιας’’, κατ’ αρχήν.
Το μήνυμα ότι η Δήμητρα είναι στο Νοσοκομείο.
Η πληροφορία από τον κυρ Μηνά ότι είναι έγκυος.
Η επιβεβαίωση από το γιατρό για την προχωρημένη εγκυμοσύνη και ότι θα γίνει πατέρας ενός αγοριού σε 2-3 μήνες… 
Οι τεράστιες τύψεις του που ξεπήδησαν σαν μαινόμενες ερινύες και όρμησαν να τον κατασπαράξουν .
Και τέλος η ντροπή του, που αυτός ο έξυπνος άντρας που νοιαζόταν για τα κοινά, δεν γνώριζε τι συμβαίνει στο σπίτι του -όχι ακριβώς στο σπίτι του-. Και ξέρετε γιατί; Γιατί, τον εαυτό του τον έβαζε πίσω από το καθήκον και η Δήμητρα σαν μέρος αυτού του εαυτού έπαιρνε και αυτή την ίδια με αυτόν  θέση.
Έξω από το δωμάτιο της καλής του δείλιασε να μπει. Τον βάραινε απίστευτα η ντροπή που ένιωθε. Έτσι, δεν είχε ξανά αισθανθεί ποτέ. Του έφερνε η ντροπή, αληθινό, σωματικό πόνο. Πώς θα την κοιτούσε στα μάτια, τι δικαιολογία θα εύρισκε να της πει που δεν είχε προσέξει καν την αλλαγή στο σώμα της όσο λίγα κιλά και αν είχε πάρει. Ε, ναι φίλε, δεν υπάρχει δικαιολογία.
 Ωραία. Και εκείνη; Εκείνη γιατί δεν του είπε το παραμικρό; Τόσο υπεράνω πια; Για να μην τον επιφορτίσει και άλλο; Και πότε θα του το έλεγε; όταν γεννούσε;
Α, όχι και συ Δήμητρα να προεξοφλείς τι θα έκανε εκείνος, και πώς θα το χώνευε που ξαφνικά θα γινόταν πατέρας! Παραδέξου το. Έκανες και συ τα λάθη σου. Μα δεν είναι τώρα ώρα για καταμερισμούς ευθυνών και λαθών. Και: «Όλα καλά θα πάνε μωρό μου θα το δεις» της είπε φέρνοντας το χεράκι της που κρατούσε, στα χείλη του και το φίλησε με άπειρη τρυφερότητα. «Δήμητρα, εγώ ο άχρηστος, να γίνω πατέρας; Δεν το πιστεύω. Αλλά και γιατί όχι; ΤΙ λες πως χρειάζεται να κάνω; Μια απλή αναθεώρηση προτεραιοτήτων και καθηκόντων».
«Μάνο μου, σε παρακαλώ έως ότου γεννήσω, κάνε μου μια και μόνο χάρη. Μη ξανακούσω τη λέξη καθήκον. Στη σχέση μας τουλάχιστον. Ας είναι να υπάρχει μόνον στην υπηρεσία σου. Στην οικογένεια προέχει το συναίσθημα, αυτό είναι που θα σου δείξει ποιες είναι οι προτεραιότητές σου».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένα νέο παιδί, θα ήταν δεν θα ήταν 17 χρόνων.
«Μίλτο, πάλι το έσκασες από το σχολείο σου; Τι θα κάνω εγώ με σένα μου λες;»
«Βe cool Μιμή μου, δεν έκανα σκασιαρχείο. Σχολάσαμε μια ώρα νωρίτερα και ήρθα εδώ σφαίρα».
«Μάνο μου, να σου συστήσω τον μικρό μου αδερφό, είναι 17 ετών και το παίζει πατέρας μου. Από τότε που χάσαμε τους γονείς μας στο τροχαίο που σου είπα δείχνει υπέρμετρη προστατευτικότητα. Από τη μία μου αρέσει αυτό, από την άλλη όμως δεν θέλω να βαραίνουν τους νεαρούς του ώμους  τέτοια οικογενειακά βάρη». Είπε η Δήμητρα και φίλησε τα μάγουλα του αδελφού της με τα αραιά γενάκια που άφηνε αξύριστα για να δείχνει μεγαλύτερος.
Του Μάνου του έκανε εντύπωση το σοβαρό ύφος αυτού του νεαρού το τόσο αταίριαστο με την ηλικία του.
Άλλη μια έκπληξη. Η Δήμητρα, ούτε για τον αδελφό της, του είχε μιλήσει ποτέ. Μα γιατί άραγε; Επίσης του έκανε εντύπωση ότι την ώρα που η Δήμητρα έκανε τις συστάσεις, ο νεαρός απέφυγε να αντιχαιρετήσει το απλωμένο χέρι που του έτεινε.
Και οι σκέψεις του με ρυθμό ριπής πολυβόλου έπαιρναν τη θέση τους στο puzzle το γνωστό και αμοντάριστο. Αυτό του ‘’βελάκια. ’’  
Ήταν σίγουρος. Το ένστικτό του τού έλεγε ότι ήταν ΑΥΤΟΣ. Αυτός που ήθελε να κάνει, τον απορροφημένο από την καθεστηκυία τάξη του αστυνομικό, να στρέψει το βλέμμα του στην αδελφή του που είχε την ανάγκη του ΤΩΡΑ, περισσότερο από ό, τι θα τον είχε στην ζωή της ποτέ.
 Ήταν τόσο σίγουρος μέσα σ’ αυτά τα ελάχιστα λεπτά, ότι ήταν ΑΥΤΟΣ, ώστε μισοχαμογελώντας και πιάνοντας τον νεαρό από το μπράτσο του είπε:
«Ο.Κ. φίλε. Το μήνυμα ελήφθη, over».
«Ποιο μήνυμα Μάνο μου; τι του λες του Μίλτου;»
«Τίποτα κορίτσι μου, τίποτα. Αντρικές κουβέντες. Τα λέω καλά Μίλτο;»   

«Καλύτερα δεν γίνεται…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου