ΩΡΑ...

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Η εκτέλεση 118 Ελλήνων στο Μονοδέντρι Λακωνίας (26 Νοεμβρίου 1943). Μέρος δεύτερο



Μαρτυρία του Μιχάλη Τσιγκάκου, μοναδικού διασωθέντα από τη σφαγή στο Μονοδέντρι Λακωνίας (26 Νοεμβρίου 1943)
Ο Μιχάλης Τσιγκάκος, ο μικρότερος από τους συλληφθέντες που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στο Μονοδέντρι Λακωνίας στις 26 Νοεμβρίου 1943), γλίτωσε τη σφαγή και αφηγείται:
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. Έτσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο.
Στα κάθε είδους μεροκάματα που κάναμε, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος. Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας.

Μας πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δουν τους ανθρώπους τους. Όμως οι Γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης, γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. Όλοι είχαν πέσει πάνω του να τους σώσει.
«Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους. Την επόμενη μέρα το πρωί μάς έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδέντρι. Εκεί που μας κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες γερμανοί στρατιώτες. Σε κάτι λάκκους διέκρινα πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»...
Μας βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει. Αυτός αρνιόταν.
«Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά. Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφήνιασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε.
Γύρω στους 35 - 40 στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντί μας. Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό. Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε. Ένας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. Έφτασε και σε μένα.
«Νιξ!» του κάνω με το περίσσιο θράσος της ηλικίας μου, αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού.

Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον εθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε. Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε.
»Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα ρε Μιχαλάκη;»
»Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ». Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος...
Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή. Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί.
Έφυγα γεμάτος φόβο προς το πουθενά. Περπάτησα μισό χιλιόμετρο περίπου και έφτασα σε ένα μαντρί. Μόλις με βλέπει ο βοσκός που ήταν εκεί νόμισε ότι είδε φάντασμα και πήγε να μου επιτεθεί. Τον πρόλαβε η γυναίκα του.
«Τι έπαθες παιδάκι μου;» με ρωτάει αλαφιασμένη. Τους εξήγησα και με πήραν στο σπίτι.
Η κυρα - Παναγιώτα μού έδεσε και μου φρόντισε τις πληγές και μου έδωσε καθαρά ρούχα. Την επόμενη ημέρα έφερε γιατρό. Επειδή φοβόντουσαν μην το μάθουν οι Γερμανοί, με είχε δασκαλέψει να του πω ότι ήμουνα με τα γίδια, έπεσα από ένα βράχο και τραυματίστηκα στο μέτωπο. Αυτός, αν και κατάλαβε δεν είπε τίποτα σε άλλους.
Με τους βοσκούς έμεινα περίπου οκτώ μήνες. Λίγο καιρό μετά πήγα στο Γύθειο και ξανασυνάντησα τον πατέρα μου και τον αδελφό μου, οι οποίοι με είχανε για πεθαμένο. Στην πορεία των χρόνων έγινα οικοδόμος, ναυτικός και είδα τα δύο μου παιδιά να μεγαλώνουν και να προκόβουν.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν πηγαίνω στην τελετή που γίνεται κάθε χρόνο στο Μονοδέντρι. Όποτε περνάω από εκεί ανατριχιάζω. Νιώθω μια παγωμάρα. Ήταν ένα αισχρό έγκλημα που δεν θα τους το συγχωρήσω ποτέ...»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου